Δεν υπάρχουν πολλά ηλεκτρονικά σχήματα στις μέρες μας που μπορούν να περηφανεύονται πως έχουν το τσαγανό, τη φαντασία και το μουσικό υπόβαθρο για να μπασταρδέψουν, τόσο επιδέξια και τσαχπίνικα, έναν σωρό χορευτικά (και όχι μόνο) είδη. Όμως το ντούο από το Οντάριο, μέσα στη 10ετή (και βάλε) πορεία του, κατάφερε να διαπρέψει σε αυτήν την αφομοιωτική τεχνική, χωρίς να έχει αλλοιωθεί το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: το μαγείρεμα σοφιστικέ, ιδιωτικών dancefloor killers, τα οποία αναγκάζουν τόσο το σώμα να διπλώνεται, όσο και το μυαλό να αιματώνεται.
Η τελευταία τους δουλειά –και η πρώτη τους για τη City Slang– είναι η πιο πλουραλιστική τους, μα και η πιο άμεσή τους, συναισθηματικά. Οι νύξεις προς παράταιρους μεταξύ τους μουσικούς κόσμους απλώνονται σε κάθε γωνιά του Big Black Coat, χωρίς όμως να επιδεικνύουν στιλιστική εμμονή με κάποιο συγκεκριμένο ύφος ή με ρεύματα παλαιότερων δεκαετιών.
Έτσι, η ξεθωριασμένη glo-fi αισθητική του Ariel Pink μπλέκεται με τη γενιά των νεορομαντικών (“Over It”), η γαλανομάτα soul μεταβολίζεται σε διαχρονική techno για χορό με νόημα (“What You Won’t Do For Love” –διασκευή στο κομμάτι του Bobby Caldwell από το 1978) και τα «μοροντερικά» μπάσα/σύνθια καταλήγουν σε επιβλητική, παγωμένη electro α-λα-Fucked Buttons (“C’Mon Baby”). Λίγο βέβαια πριν τη μέση συναντάμε και τις πιο άτυχες στιγμές του άλμπουμ, προτού αυτό χορέψει τον δρόμο προς το εντυπωσιακό του φινάλε. Ο λόγος για τη χαζοχαρούμενη electro pop του “Baby Give Up On It”, που θυμίζει Hot Chip, αλλά και για τη μπανάλ Chicago house του “M&P”: και τα δύο ακούγονται σαν b-sides από την προηγούμενη δουλειά των Junior Boys.
H τελική πάντως τετράδα, τους βρίσκει σε φοβερή φόρμα συνθετικά και στιχουργικά, να παραδίδουν την πιο απολαυστική σειρά κομματιών που έχουν γράψει στις πέντε μέχρι τώρα προσπάθειές τους. Σύμφωνα με τον βασικό δημιουργικό εγκέφαλο Jeremy Greenspan, το «μεγάλο μαύρο παλτό» που φοράνε εδώ είναι μία αλληγορία. Κυριολεκτικά λειτουργεί ως η κρυψώνα/προστασία από το δριμύ ψύχος του καναδικού χειμώνα, αυτός όμως δεν είναι παρά μόνο ένας συμβολισμός για την πραγματική σημασία του: είναι επίσης η φωλιά για όλους εκείνους που έχουν βιώσει σεξουαλική και ψυχική καταπίεση και αναζητούν τρόπους για να τη θρυμματίσουν.
Η άδοξη ερωτική περιπέτεια στην τοξική technο του “Αnd It’s Forever”, η μεταμεσονύχτια εξομολόγηση ενός crooner σε τηλεφωνικό θάλαμο (“Baby Don’t Hurt Me”) και το σαρκώδες R'n'B κάλεσμα του “Love Is A Fire” σε μια φλεγόμενη πίστα, φωτίζουν την υποβόσκουσα πλοκή, η οποία κορυφώνεται στο ομότιτλο, τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ. Το “Big Black Coat” γίνεται έτσι μία ιδανική, επτάλεπτη συμπύκνωση των αρετών και της ιστορίας πίσω απ’ όλο το άλμπουμ, αλλά και μία αποκρυστάλλωση της φιλοσοφίας των δύο Καναδών όλα αυτά τα χρόνια: αγέραστη, χορευτική μουσική για άτομα που πρώτα λύνονται εγκεφαλικά και έπειτα αφήνονται σωματικά.
{youtube}JLWs8m9jeSw{/youtube}