Αν για να μιλήσουμε για κάτι πρέπει πρώτα να το ορίσουμε, προσωπικά δυσκολεύομαι να απαντήσω αν η μουσική του Ludovico Einaudi θα πρέπει να οριστεί ως «νεοκλασική» ή ως μια απλούστευση της κλασικής. Κάποιος πιο κακεντρεχής ίσως να ισχυριστεί πως, επί της ουσίας, το πρώτο σημαίνει το δεύτερο, νομίζω όμως ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Η οποία, εκτός των άλλων, έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιεί ένας συνθέτης τη συναισθηματική σκευή του κλασικισμού –με το πώς δηλαδή σκοπεύει να διεγείρει με αυτήν τον ακροατή του. Ήδη, βέβαια, μιλώντας για συναισθηματισμούς, προχωράμε σε απλούστευση. Τούτη όμως χρεώστε τη (τουλάχιστον σε πρώτη φάση) σ’ εμένα και στην ελλιπή μου κλασική διαπαιδαγώγηση.
Φυσικά, το δίλημμα –παρόλη τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει αναλυτικά– είναι επί της ουσίας ψευδεπίγραφο, καθώς η μουσική του Einaudi είναι και τα δύο. Είναι δηλαδή μοντέρνα και σύγχρονη όσον αφορά την υλικότητα, τη φυσιολογία της ή τον τρόπο σκέψης της (είναι όντως «νέα», υπό αυτή την έννοια)· ταυτόχρονα, όμως, σε κάνει να υποθέσεις ότι έλκει τα βασικά της μοτίβα από μια συγκεκριμένη δεξαμενή, στην οποία μπορεί να νοιώσει οικεία και το αυτί του μη πεπαιδευμένου στην κλασική ακροατή. Δεν είναι ακριβώς απλοϊκές οι λύσεις που προσφέρει, πάντως είναι μιας συγκεκριμένης ποικιλότητας και ενός συγκεκριμένου βάθους.
Μη με παρεξηγήσετε, όμως. Θεωρώ τον Einaudi έναν σημαντικό συνθέτη του παρόντος μας. Καταρχάς, γιατί βρίσκει πάντα αξιόπιστους και γοητευτικούς τρόπους για να χρησιμοποιήσει τις κρυσταλλώσεις που έχει με τα χρόνια δημιουργήσει η κλασική μουσική στο συλλογικό μας φαντασιακό –έστω κι αν για να το πετύχει χρειάζεται να συμμαχήσει ακόμα και με τον διάβολο (στην προκειμένη περίπτωση με την ποπ κουλτούρα). Έπειτα, σε μια κάπως πιο εργαλειακή αιτιολόγηση αυτής της σημαντικότητας, το πιάνο του Ιταλού συνθέτη προσφέρει σε ανθρώπους σαν εμένα ένα καλό σημείο εισόδου σε ένα ευρύτερο μουσικό πεδίο, το οποίο ίσως φαίνεται λιγάκι δυσπρόσιτο χωρίς μια κάποια μύηση. Διόλου αμελητέο, ιδίως όταν συμβαίνει με την κομψότητα και τη ρέουσα συναισθηματική νοημοσύνη με τις οποίες μας έχει συνηθίσει ο Einaudi σε δίσκους όπως λ.χ. τα I Giorni (BMG, 2001) ή In A Time Lapse (Decca, 2013).
Στο Elements έρχονται λοιπόν στο προσκήνιο όλες εκείνες οι ποιότητες που κάνουν τη μουσική του γοητευτική: η όμορφη κυκλικότητα των μελωδιών, η απέριττη ενορχήστρωση, η λεπτότητα του ρομαντισμού του ή η ικανότητά του να αφήνεται στην ενατένιση. Με άλλα λόγια, πρόκειται μάλλον για μια επανεπεξεργασία του γνωστού του ύφους, με κάποιους μεν νεωτερισμούς (μια λίγο πιο έντονη από τη συνήθη χρήση των ηλεκτρονικών ή η εισαγωγή οργάνων όπως η ηλεκτρική κιθάρα, που δεν χρησιμοποιεί συχνά), αλλά κατά βάση στηριγμένη στην ίδια περίπου συναισθηματική και τεχνοτροπική αγωγή.
Κατά αυτή την έννοια, μια κριτική που θα εγκαλούσε τον Einaudi ότι ρέπει προς τον εφησυχασμό και τους παγιωμένους τρόπους έκφρασης, δεν είναι εντελώς αστήριχτη. Όντως, τα μοτίβα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η γραφή του είναι συγκεκριμένα και λίγο ως πολύ αναμενόμενα για όποιον/α παρακολουθεί το έργο του. Κάτι που ίσως τον καθιστά κάπως προβλέψιμο ως συνθέτη ή –κατά μία πιο αυστηρή εκδοχή– κοινότοπο και επαναλαμβανόμενο. Απ’ την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η μουσική του στηρίζεται έτσι κι αλλιώς στο οικείο: δεν είναι κάποια έκπληξη ή κάποια ανατροπή που θα δώσουν τις κορυφώσεις, αλλά ακριβώς το άφημα στη ζεστασιά του οικείου, το οποίο ο Ιταλός μπορεί και διαχωρίζει επαρκώς από το τετριμμένο. Εξ ου και η ενατένιση, καθώς και ο κάπως παθητικός συναισθηματισμός που αναδύεται μέσα από το Elements.
Πρόκειται λοιπόν για έναν ευγενή και όμορφο δίσκο, με μουσική που βρίσκει τον τρόπο να ρέει, παραμερίζοντας τις όποιες ενστάσεις διατυπώνονται στην πορεία.
{youtube}k9NM-yK1C2I{/youtube}