Όταν άκουσα για πρώτη φορά, σχεδόν πριν 2 μήνες, τον 3ο και πιο φιλόδοξο δίσκο της μόλις 30χρονης Σουηδέζας από το Γκέτεμποργκ, δεν είχα καμία αμφιβολία πως θα αγκαλιαστεί ένθερμα από αρκετά μεγάλη μερίδα του εγχώριου μουσικόφιλου κοινού. Βλέπετε, το Miraculous εκπέμπει αυτή την ελεγειακή και τραγική –με την αρχαιοελληνική έννοια– ατμόσφαιρα την οποία συναντάμε στις πρώτες δουλειές της Zola Jesus, όπως και σε κάθε άλμπουμ της Chelsea Wolfe. Ικανότατη δηλαδή προϋπάρχουσα μεταβλητή για να χαϊδέψει λάγνα και ποιητικά το γονιδιακό αφήγημα του Έλληνα ακροατή, αλλά και για να τον τσακίσει συναισθηματικά.
Η νεο-γοτθικότητα όμως που πραγματεύεται στην τελευταία της κατάθεση η Anna Von Hausswolff, μοιάζει πιο σαρκική και χειροπιαστή από εκείνη των παραπάνω βασιλισσών του ξαναζεσταμένου ρεύματος. Οι θεματικές δηλαδή του δίσκου, τα όργανα που αντηχούν, καθώς και η παράδοση των στίχων, δημιουργούν μία πρωτόγονη, σχεδόν μεσαιωνική, αίσθηση, η οποία αγγίζει τη γοτθική μυθολογία πέρα από τους όρους της ποπ κουλτούρας. Αρχικά ο τίτλος του άλμπουμ, αλλά και μεγάλο μέρος της θεματολογίας του, εμπνέεται από το προσωπικό, ιερό καταφύγιο της Σουηδέζας: μία τοποθεσία θαμμένη στην παρθένα σκανδιναβική φύση, η οποία έχει όμως και ιστορική σημασία, καθώς αναφέρεται επανειλημμένα από τον Μεσαίωνα και έπειτα σε πολλά βιβλία ως τόπος ιστορικών μαχών και αιματοχυσίας.
Αν δεν σας αρκεί αυτό, τότε η χρήση ενός εκ των πιο σύγχρονων και μεγαλύτερων εκκλησιαστικών οργάνων στον κόσμο, θα πρέπει να σας πείσει. Το Acusticum organ, όπως ονομάζεται, διαθέτει 9.000 σωλήνες και –στις πιο εκκωφαντικές του στιγμές– είναι ικανό να διαπεράσει τα σωθικά ακόμη και του πιο μυημένου ακροατή. Και ειδικά στην εισαγωγή του εναρκτήριου "Discovery", αλλά και στο βαθιά δραματουργικό "Evocation", χαρίζει μία μακάβρια θρησκευτικότητα, αυξάνοντας την επικότητα αυτών των συνθέσεων με την prog rock κοσμοθεωρία. Ακόμη όμως και οι στίχοι ανοίγουν δίαυλους επικοινωνίας με high-fantasy νουβέλες και μεσαιωνικά τελετουργικά: στο δυσοίωνο, πνευστό κάστρο του "The Hope Of Only Empty Men", για παράδειγμα, η πρωταγωνίστριά μας βγαίνει από το πέπλο της και αποκαλύπτει έναν υπόγειο συναισθηματισμό («Ι think I see a knight/ I’m gonna fuck him for a while»).
Αλλά το Miraculous ανταμείβει περισσότερο τον ακροατή στα σημεία τομής της μουσικότητάς του και των θεματικών που πραγματεύεται –τον θάνατο, τη φύση και τη θρησκευτική πνευματικότητα. Το "Come Wander With Me/Deliverance" ακούγεται σαν οι Swans αυτής της δεκαετίας να συναντάνε τους Black Mountain του In The Future και βιώνεται ως ζοφερό παραμύθι ιπποτών· το "Stranger", πάλι, μάλλον το πιο συμβατικό κομμάτι του δίσκου, είναι μία ρομαντική μπαλάντα βαμμένη σε πορφυρές αποχρώσεις. Οι ισορροπίες χάνονται βέβαια όταν η καλλιτέχνιδα θεωρεί ότι η σκοτεινή ατμόσφαιρα και το πυκνό concept μοιάζουν ως αρκετές συνθήκες για να καλύψουν ορισμένες αδιάφορες συνθέσεις. Πάρτε λ.χ. τα "En Εnsam Vandrare" και "An Oath" ή το ομώνυμο του άλμπουμ ορχηστρικό κομμάτι, το οποίο αποτελεί ορισμό για ό,τι η αγγλοσαξονική μουσικοκριτική ονομάζει «filler»: δεν συμβάλλει ουσιαστικά σε καμία από τις πιθανές επιδιώξεις της von Hausswolff.
Οι τελευταίες φαίνονται να προέρχονται από το ίδιο πηγάδι ιδεών που γέννησε και το Let England Shake, τον τελευταίο μέχρι στιγμής δίσκο της PJ Harvey. Η προσπάθεια αποτύπωσης της σάπιας σάρκας του πολέμου είναι αυτή που υποκινεί και ορίζει το Miraculous, με τη διαφορά όμως ότι εμπνέεται από τον πέτρινο λυρισμό του αιματοβαμμένου Μεσαίωνα και όχι από την πρόσφατη πολεμική ιστορία της Βρετανίας. Εν τέλει, πάντως, το Miraculous μπορεί να τοποθετηθεί επάξια στο ίδιο ράφι τόσο με το Let England Shake, όσο και με μερικούς ακόμα σημαντικούς «πολεμικούς» δίσκους του αιώνα που διανύουμε, σαν το Monitor των Titus Andronicus (2010) ή το Yoshimi Battles The Pink Robots των Flaming Lips (2002). Έστω και αν φαντάζει ως το πρώτο ανάμεσά τους που θα πιάσει σκόνη.
{youtube}Hepsvsx6H70{/youtube}