Luys I Luso, δηλαδή φως εκ φωτός. Ο παρών δίσκος, βλέπετε, αποτελείται από ανακατασκευές αρμένικων θρησκευτικών ύμνων (οι οποίοι χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 20ο αιώνα), οπότε αυτό το «προπολιτισμικό» της θείας ύπαρξης έχει τη σημασία του. Σε σημείο που διερωτώμαι, κατά πόσο νομιμοποιούμαστε ως ακροατές να το υποβαθμίσουμε, δίνοντας περισσότερο βάση στην αισθητική (διάβαζε κοσμική) αξία του δίσκου.
Βέβαια, όντας προσωπικά αναρμόδιος περί των θρησκευτικών, η επιλογή της αισθητικής είναι λίγο-πολύ αναγκαστική. Και στα εγκόσμια, πάντως, ο δίσκος δεν υστερεί, καθώς δεν ατονεί η βαρύτητα των μελωδιών του ή ο λυρισμός τους. Ίσως μάλιστα ο τελευταίος να γίνεται λιγότερο ιερός και γι' αυτό να αποκτά μια κάπως πιο παιχνιδιάρικη διάσταση.
Ο ίδιος ο δημιουργός, ο Tigran Hamasyan, προσθέτει μια ενδιαφέρουσα παράμετρο στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση: «υπάρχουνε», μας λέει, «πολλά σημεία στη μουσική που είναι ανοιχτά στην ερμηνεία». Έχουμε δηλαδή μια παράδοση η οποία δεν έχει/είχε σκοπό να μετατραπεί σε κάτι σαν θεϊκή εντολή· αντιθέτως εμπλέκει το ανθρώπινο, καθιστώντας έναν κάποιον αυτοσχεδιασμό δομικό της στοιχείο.
Πράττει λοιπόν αναλόγως και ο Hamasyan, αφήνοντας το πιάνο του να πάρει διάφορες «σχεσιακές θέσεις» στην αλληλεπίδρασή του με τις πιο στιβαρές γραμμές της Κρατικής Χορωδίας του Γερεβάν (η οποία συμμετέχει με τα 23 της μέλη και τον μαέστρο της Harutyun Topikyan): άλλοτε να προσκολλάται σε αυτές, άλλοτε να ξεμακραίνει, άλλοτε πάλι να στέκεται σ’ ένα πολύ γόνιμο ενδιάμεσο, απ’ όπου μπορεί να συνδυάζει ό,τι είναι «εντός» μ’ εκείνο που (θεωρητικά) βρίσκεται «εκτός». Το καταφέρνει με αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι μπορούν να ενστερνιστούν την πληθώρα των συνδηλώσεων και να μεταβάλλονται αναλόγως.
Απαιτητικό, όπως και να το κάνουμε, το πρότζεκτ για τον 28χρονο Hamasyan· ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας ότι έγινε γνωστός ως πιανίστας που δομεί το λεξιλόγιό του με στοιχεία τόσο της λόγιας ευρωπαϊκής τζαζ, όσο και της αρμενικής παράδοσης. Ας αναφερθεί επίσης ότι ο Hamasyan ήρθε στο προσκήνιο το 2012, όταν συμμετείχε στο κουαρτέτο του Lars Danielsson για το δίσκο Liberreto, επιδρώντας καταλυτικά στην επιτυχία του. Γι’ αυτό ίσως κέρδισε την εμπιστοσύνη του Manfred Eicher και –μ’ εκείνον στην παραγωγή– κυκλοφορεί φέτος το Luys I Luso (την πρώτη δουλειά του στην ECM), ενώ έχει ήδη αναγγελθεί και μια κυκλοφορία για το 2016, στην οποία θα τον βρούμε μαζί με τους Arve Henriksen, Jan Bang και Eivind Aarset. Αυτά παρενθετικά, για το στάτους το οποίο φαίνεται να καθιερώνει για τον εαυτό του ο Αρμένης μουσικός.
Ένα στάτους, πάντως, που δικαιολογείται πλήρως από τον παρόντα δίσκο. Ιδίως αν αναφερθούμε στον πιανίστα Hamasyan, στον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίον επιτελεί την υβριδική γραφή του. Πολλές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι μία τόση δα συγκοπή, μία στιγμιαία ανατροπή στην «ορθολογική» κατάτμηση του μετρικού κώδικα, για να φανεί η άνεση με την οποία συνενώνει τις αναφορές του –ακριβώς γιατί δεν τις αντιλαμβάνεται ως δύο διαφορετικά στάδια που από το ένα μεταβαίνει στο άλλο, μα περισσότερο ως μια κοινή δεξαμενή, απ’ όπου μπορεί να αντλεί κατά το δοκούν.
Ταυτόχρονα, κάνει μια σοβαρή δουλειά στην οργάνωση αυτής της υπερπλήρους ορχήστρας που ονομάζεται χορωδία. Χειρίζεται μαεστρικά τον πλούτο των δυναμικών της και τη λεπτομερή τονική διαστρωμάτωση, καταφέρνοντας να μη γίνει ούτε υπερβολικός, ούτε όμως και απλουστευτικός.
Προφανώς, το γενικό πλαίσιο είναι εξόχως λυρικό, όμως μαζί με την υπερβατικότητα του λυρισμού αναδεικνύεται και η ίδια η ομορφιά των μελωδιών, οι πλούσιες συναισθηματικές τους ροές. Υπό μία έννοια, το Luys I Luso είναι ένα παιχνίδι μεταξύ του ανθρώπινου και του θεϊκού, του απτού και του υπερβατικού. Ένας δίσκος που, παρότι δίνει σαφείς κατευθυντήριες (αφού αποτελείται από ανακατασκευές θρησκευτικών ύμνων), τελικά αφήνει στον ακροατή να αποφασίσει αν θέλει να πιαστεί από το λατρευτικό του μήνυμα ή αν θα εντάξει τις καθηλωτικές του μελωδίες στον κόσμο των αισθήσεων.
{youtube}bx95Ydd46No{/youtube}