Το ερμηνευτικό χάρισμα του Dave Gahan είναι λογικό που ιδρυματοποιήθηκε να ζει και να αναπνέει κάτω από το πανωφόρι των παχύρρευστων synths του Martin Gore. Άλλωστε ο Gore ήταν αυτός που τετραγώνισε των κύκλο των ηλεκτρονικών layers των Kraftwerk, δίνοντας έδαφος στον Gahan να κορνιζάρει στον τοίχο πολλά παράσημα και επιτεύγματα. Ο Dave εισήγαγε με τη σειρά του τον νατουραλισμό στη φωνή του electro pop τραγουδιστή, έγινε ο μελαγχολικός pop crooner των 1980s, και κυρίως ο πρώτος που έκανε τους «άντρες» να μην κουνιούνται ρυθμικά σαν να κατάπιαν κρεμάστρα, αλλά να χoρέψουν και να λικνιστούν πραγματικά. 

Όσο για το μουσικό (και υπαρξιακό) ερώτημα αν ο Gahan μπορεί να σταθεί σαν frontman εκτός της ασφάλειας του Depeche Mode περιβάλλοντος, επιτέλους βρίσκει την απάντηση που για χρόνια γύρευε στο Angels & Ghosts –μια απάντηση που δεν έδωσαν ποτέ στ’ αλήθεια οι σόλο δουλειές του. Οι Soulsavers και οι Depeche Mode είναι βέβαια δύο φύσει και θέσει διαφορετικά ονόματα, τα οποία με κανέναν τρόπο δεν καθίστανται τεμνόμενα. Ίσως όμως οι πρώτοι να αποφάσισαν ότι υπάρχει ένα κενό στη δισκογραφία των δεύτερων, που έπρεπε πάσει θυσία να καλυφθεί. Φυσικά, δεν γίνεται να βάλουμε και το χέρι στη φωτιά για το αν σκοπός αυτής της κυκλοφορίας ήταν να εμβολιαστεί ο Gahan με μια γερή δόση αυτοπεποίθησης ή να περάσουν οι Soulsavers στη συνείδησή μας σαν σκαπανείς στη χρήση αρσενικών φωνών, μετά τις συνεργασίες τους με τον Mike Patton και τον Mark Lanegan.

Το εναρκτήριο τραγούδι "Shine" θα μπορούσε πολύ εύκολα να ανοίγει το Songs Of Faith And Devotion, όμως η δουλειά στην κονσόλα των Soulsavers του δίνει μια δραματουργική αγωνία, την οποία στερούνταν εκείνο το overproduced άλμπουμ των Depeche. Η γoνατισμένη gospel του “You Owe Me” σε κάνει να εξάπτεσαι αγέρωχα με τη σκοτεινιά και την περιρέουσα λαγνεία: οι κιθάρες δίνουν χώρο στο αψεγάδιαστο, βαρύτονο, ερμηνευτικό εκτόπισμα του Gahan να κάνει όλη τη δουλειά. Ο άνθρωπος, και να θέλει, δεν μπορεί να πατήσει σε λάθος νότα. Αλλά το νιώθεις ότι τα τελευταία χρόνια σου είχε λείψει εκείνο το υγιές, στιβαρό doom & gloom που επικοινωνούσε σε κάθε φθόγγο στα νιάτα του. Μια δύναμη που παρέμενε για χρόνια οπισθοχωρημένη, χάριν μιας πιο άχρωμης (ή γκρίζας) παρουσίας στο μικρόφωνο. Ας όψονται οι δύο τελευταίοι, μετριότατοι, δίσκοι των Depeche Mode.

Στο Angels & Ghosts, συνεπικουρούμενος από τις νεορομαντικές του αναμνήσεις –αλλά και με μια δόση συγκαταβατικότητας απέναντι στην ιδέα ότι πρέπει να ξαναγίνει «σχετικός»– ο Gahan ξαναβρίσκει ανέλπιστα το knack του, με κορυφαία στιγμή το "Don't Cry", που εύκολα θα μπορούσε να είναι μια ευλογημένη σύμπραξη με τον Nick Cave και τους Bad Seeds. Το αρτιότατο single "All Of This And Nothing", πάλι, μπορεί να αλωνίζει ανενόχλητο για χρόνια στα ερτζιανά, ενώ η σκονισμένη, widescreen americana του "The Last Time" θα αγαπηθεί με πάθος σε αλλεπάλληλες χειμερινές, νυχτερινές ακροάσεις με ακουστικά, αγκαλιά με μουσκεμένα μαξιλάρια. 

Για full-time μπάντα, το Angels & Ghosts είναι ευπρόσδεκτο. Για side project είναι θρίαμβος.

{youtube}cXzppoqAaRc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured