O Steven Wilson είναι ο ηγέτης του prog rock την τελευταία δεκαετία· δεν πρόκειται για υποκειμενική κρίση, αλλά για γεγονός δύσκολα αμφισβητήσιμο. Πώς αλλιώς να κατατάξεις αυτόν τον «Μίδα», που ό,τι αγγίζει αποκτά τη στόφα του πολύτιμου και η λάμψη του δεν ξεθωριάζει; Αν έχετε αμφιβολία, ανατρέξτε στις συνεργασίες του (ως παραγωγού ή/και μουσικού) με μπάντες όπως οι Opeth, οι Dream Theater, οι O.S.I., οι Anathema και οι Marillion, οι οποίες κατά περιόδους του έχουν παραδώσει, χωρίς δισταγμό, τα κλειδιά του ήχου τους. Ή σκεφτείτε ότι δύο από τους πατριάρχες του είδους –οι King Crimson και οι Jethro Tull– τον εμπιστεύτηκαν πρόσφατα για την επιμέλεια του remastering της δισκογραφίας τους.

Ευτυχώς, ο Wilson δεν διαθέτει μόνο αυτήν την «τεχνοκρατική» πτυχή: η συνθετική του δεινότητα και το ταλέντο του έχουν αποτυπωθεί εύγλωττα τόσο στις δουλειές με τους Porcupine Tree, όσο και στην προσωπική του δισκογραφία, ως αποκορύφωμα της οποίας στέκει το ιδιοφυές The Raven That Refused To Sing, που σάρωσε παγκοσμίως στα δημοψηφίσματα για τον καλύτερο δίσκο του 2013. 

Έχοντας λοιπόν να αποδείξει λίγα πράγματα, από τη μία, μα και να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό και τα επιτεύγματά του, από την άλλη, ο Wilson παρουσίασε νωρίτερα φέτος το Hand. Cannot. Erase. Ένα άλμπουμ που πραγματεύεται την αποξένωση του σύγχρονου, πολυάσχολου ανθρώπου, λαμβάνοντας αφορμή από την τραγική ιστορία της Joyce Carol Vincent. Μιας νέας, όμορφης, δυναμικής και κοινωνικά δημοφιλούς γυναίκας, η οποία το 2006 βρέθηκε στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο σε πλήρη αποσύνθεση: είχε αποβιώσει από το 2003. Μοιάζει απίστευτο, αλλά παρά την «κοινωνικότητα» και τη «δημοφιλία» της, στα 3 αυτά χρόνια ουδείς από το οικογενειακό ή το φιλικό της περιβάλλον δεν την είχε επισταμένως αναζητήσει.

Η μετουσίωση της ιστορίας σε στίχους προσεγγίζει τα όρια της λογοτεχνίας, οπότε η μουσική που τους ντύνει είναι (αναμενόμενα) εσωστρεφής, ενίοτε και μυστηριακή. Χάριν της ατμόσφαιρας επιστρατεύονται άλλοτε μελαγχολικές, ακουστικές και άλλοτε βαριά παραμορφωμένες κιθάρες, πνευστά των οποίων ο ήχος σε χαράζει, πλήκτρα και samples που δίνουν κινηματογραφική διάσταση στον ήχο, αλλά και συμφωνικά περάσματα (από τη London Session Orchestra) τα οποία υπενθυμίζουν το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά σου. Όσο για την αφήγηση, γίνεται είτε από ψιθυριστές, είτε από οργισμένες φωνές. Κάπου-κάπου συναντάς και μια γυναίκα που μονολογεί, ενώ υπάρχει και μια σχολική χορωδία, να συμβολίζει τα δίχως έννοιες χρόνια της ζωής

Ο Steven Wilson μας παρέδωσε ένα ακόμα αυθεντικό έργο τέχνης με το Hand. Cannot. Erase. Και ως τέτοιο δεν προορίζεται για κατανάλωση, αλλά για κατανόηση. Δεν προσφέρεται επίσης για ανέμελες ακροάσεις: απαιτεί σεβασμό και συγκέντρωση. Και βέβαια δεν υπόσχεται χαλαρότητα και διασκέδαση, ίσα-ίσα σε προειδοποιεί ότι η επαφή μαζί του μπορεί να αποβεί μέχρι και επίπονη.  Λίγα πράγματα ωστόσο αξίζουν τόσο, όσο το να ανακαλύπτεις την αλήθεια και το μήνυμα που θέλει να σου μεταφέρει ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Και αυτή η επικοινωνία είναι άκρως πολύτιμη, ιδιαίτερα στις ημέρες της αποξένωσης.

{youtube}9p9X_OHKtvg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured