Υπήρχε λόγος –πέραν του παράγοντα «υπέρμετρη φιλοδοξία», εννοώ– που ο Roger Waters κρατούσε τα ηνία των Pink Floyd. Και ο λόγος αυτός ήταν το όραμα. Ήταν (και παραμένει) οραματιστής ο Waters: είχε πάντα ιδέες και σκέψεις που μπορούσαν να οδηγήσουν κάπου το συγκρότημά του. Ο David Gilmour, πάλι, παρότι στεκόταν στην απέναντι γωνία του ρινγκ των «ενδοοικογενειακών» διενέξεων, δεν είχε και πολλά να προσφέρει στο δημιουργικό κομμάτι· δεν μπορούσε δηλαδή, στον ίδιο βαθμό, να εμπνεύσει και να οδηγήσει. Κι ας ήταν ένας σαφέστατα ικανότερος μουσικός.

Τα θυμήθηκα ακούγοντας τη νέα του δουλειά. Ένα άλμπουμ που βγάζει στη φόρα ακριβώς αυτόν τον προβληματισμό –αν, δηλαδή, ο δημιουργός του έχει να πει κάτι ουσιαστικό μέσα από τη φόρμα του τραγουδιού. Πολύ φοβάμαι ότι το πόρισμά μου παραμένει το ίδιο: όσο όμορφες κι αν είναι οι μελωδίες του βετεράνου μουσικού, όσο επαγγελματικοί κι αν αποδεικνύονται οι στίχοι της συζύγου του Polly Sampson, το Rattle That Lock απομένει ένα πόνημα κομματάκι άχρωμο και προβλέψιμο.

Υπάρχει, βέβαια, και η συγκυρία που αναγκαστικά μπαίνει στην εξίσωση: η... «φόλα» του The Endless River είναι ακόμα φρέσκια στη μνήμη, κι έτσι οι συγκρίσεις εύκολα ευνοούν το Rattle That Lock. Γιατί σχεδόν τίποτα στο κύκνειο άσμα της γκιλμουρικής βερσιόν των Floyd δεν διέθετε την προσήλωση που διέπει τα 10 κομμάτια του νέου του δίσκου. Όσο για σύγκριση με τα προηγούμενα σόλο σκιρτήματα του μουσικού, θα χρειαστεί να πάμε σχεδόν μια δεκαετία πίσω για να συναντήσουμε το πιο πρόσφατο παράδειγμα (On An Island), φοβάμαι όμως ότι αυτά που θα βρούμε εκεί δεν ακούγονται δα και τόσο συνταρακτικά. Αλλιώς θα τα θυμόμασταν.

Την ίδια τύχη θα έχουν, αλίμονο, και τα νέα τραγούδια του. Όχι γιατί είναι κακοβαλμένα ή άτεχνα, κάθε άλλο. Και όμορφες μελωδίες διαθέτουν, και άψογα παιξίματα και μια γλυκιά νοσταλγία αναδίδουν –μα και μια υποψία σοφίας, από εκείνη που, όπως λένε, φέρνει το πέρασμα του χρόνου. Απουσιάζουν όμως από τα αυλάκια του Rattle That Lock άλλα πράγματα: το απροσδιόριστο στοιχείο που κάνει τα επιμέρους χαρακτηριστικά ενός τραγουδιού να δώσουν ένα σύνολο ανώτερο του αθροίσματός τους, όπως και το «σκίρτημα», η πνοή. Στη θέση τους υπάρχει μόνο μια στυλιστική ευελιξία, η οποία αδυνατεί να λειτουργήσει ως πανάκεια. Και τι έγινε δηλαδή που ο Gilmour μπορεί να υιοθετήσει με σχετική πειθώ και το ποπ (“Rattle That Lock”), και το φολκ (“Faces Of Stone”), και το τζαζ (“The Girl In The Yellow Dress”), και το ο-Preisner-συναντά-την ψυχεδέλεια (“5 a.m.”) στυλάκι;

Ένα απλώς συμπαθές άλμπουμ αποδεικνύεται στο τέλος το Rattle That Lock. Το οποίο λειτουργεί μια χαρά ως σανίδα που θα κρατήσει τον Gilmour (και την κιθάρα του, που πετάγεται σαν την... πορδή από παντού εδώ) στην επικαιρότητα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ, πάντως, κάποιον μη φανατικό των Pink Floyd να επανέρχεται σε αυτό μετά από χρόνια. Αλλά, πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. Οι συμπάθειες πεθαίνουν δύσκολα, ομολογουμένως.

{youtube}7PwQrEbEnrM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured