Ποιος θα το έλεγε, πως αυτό το πλατωνικό(;) ρομάντζο μεταξύ μιας επιτηδευμένα σεξουαλίζουσας ποπ στάρλετ κι ενός βετεράνου ήρωα της indie σκηνής θα μπορούσε να οδηγήσει σε δισκογραφικούς απογόνους πέραν μιας φευγαλέας –για τα μάτια του κόσμου– συνεργασίας... Αυτό ακριβώς συνέβη πάντως στο Dead Petz: η Destiny Hope Cyrus, του 1992 γεννηθείσα, και ο Wayne Michael Coyne, του 1961 αντίστοιχα, έγραψαν την RCA Records εκεί που δεν πιάνει μελάνι και παρέδωσαν μέσω streaming το ιδιαίτερο, κοινό τους πόνημα
Αλλά η όλη έκπληξη δεν εξαντλήθηκε στο πεδίο μιας ασυνήθιστης συνεργασίας και της συνεπακόλουθης δισκογραφικής ανυπακοής, μα επεκτάθηκε και στην ίδια τη φύση του δισκογραφήματος –ως άμεση απόρροια των νέων αυτών δεδομένων, φυσικά: εξαντλητική διάρκεια για τα ποπ πρότυπα (στα 92 λεπτά) και tracklist 23 συνολικά κομματιών, που απαιτούν από τον όποιο ακροατή να αλλάξει άρδην την οπτική υπό την οποία θα προσεγγίσει τον δίσκο. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που αποδεικνύεται αρκετά περιπετειώδης και ποικιλόμορφος, προσεγγίζοντας κατά διαστήματα την τραγουδοποιία των Flaming Lips –ειδικά στην εκκίνηση, με τα κορυφαία κομμάτια “Karen Don't Be Sad”, “The Floyd Song” και “Something About Space Dude” να δημιουργούν αναπάντεχα υψηλές προσδοκίες. Δυστυχώς, αποδείχθηκαν απατηλές.
Ήταν εκείνη η «μοιραία» πρώτη καλλιτεχνική συνάντηση στο μπητλικό πρότζεκτ του Coyne, το With Α Little Help From My Fwends (2014) –αφού πρώτα είχαν βέβαια προηγηθεί διαδικτυακά κοπλιμέντα ένθεν κακείθεν– που έφερε τους δύο φανατικά δηλωμένους BFF's στο στούντιο όπου και γεννήθηκε το Dead Petz. Ένα υπερφιλόδοξο, δίχως προηγούμενο πρότζεκτ για την πάλαι ποτέ κορασίδα της Disney Hannah Montana, η οποία έχει ήδη κατορθώσει να ανατρέψει τη δημόσια καλλιτεχνική της εικόνα, αφήνoντας την εφηβική της περσόνα να σαπίζει στο χρονοντούλαπο της teen pop ιστορίας.
Όσο ψυχεδελικά και να ηδονίζεται πάντως η Cyrus στο εξώφυλλο της 5ης αυτής τρόπο τινά άτυπης κυκλοφορίας της, όσο ασυγκράτητα και να βωμολοχεί κατά διαστήματα, όσο τριπαριστά και αν ντύνεται πλέον στις ζωντανές εμφανίσεις, δεν κατορθώνει να πείσει ως αντισυμβατική και ατίθαση καλλιτέχνιδα, η οποία αποτίναξε κάθε ικμάδα αθωότητας· άλλωστε η in-your-face σεξουαλικότητά δεν παρουσιάζει ίχνος θελκτικότητας. Έτσι, κατορθώνει με εγκληματική άνεση να ισοσκελίσει τις θετικότατες εντυπώσεις που αφήνουν στιγμές όπως το synth-pop διαμαντάκι "Space Boots" ή το συναισθηματικό "I Get So Scared", με την ακατάσχετη μπουρδολογία της διαμέσω διάφορων ιντερλουδίων όσο και τραγουδιών, ανάξια ακόμα και αναφοράς, τα οποία διασπούν την ποιοτική συνοχή του δίσκου.
Το Dead Petz αφήνει λοιπόν την αίσθηση μιας προσωπικότητας καλλιτεχνικά διχασμένης μεταξύ πιο «εκλεπτυσμένων» (αν μου επιτρέπεται ο όρος) εναλλακτικών οδών, ψευδο-γκέτο attitude και ποπ ευκολίας, την οποία θα έπρεπε να έχουν μετριάσει αν όχι αποκλείσει εντελώς οι Wayne Coyne & Mike Will Made It –με τον δεύτερο να χρεώνεται και την αδυναμία αρμονικής συνένωσης των διαφόρων στυλιστικών τερτιπιών της Cyrus στον τομέα της παραγωγής. Απομένει έτσι στον ίδιο τον ακροατή να ξεδιαλύνει τις όποιες λαμπρές στιγμές (λ.χ. την τριπλέτα των "Tiger Dreams", "Evil Is But Α Shadow" και "1 Sun") από τον κλαυσίγελο τύπου "Pablow The Blowfish" που μαστίζει το σύνολο.
Αυτό που αποτυπώνεται εδώ είναι μια χαμένη ευκαιρία για τη Smiley Miley, η οποία μπορούσε να καταγράψει στο ενεργητικό της ένα πραγματικά αξιόλογο άλμπουμ. Οι ευθύνες της αποτυχίας βαραίνουν αποκλειστικά εκείνη και την εμμονή της σε μια αισθητική παράκρουση, που έχει καταντήσει κουραστική. Κρίμα, γιατί το ήμισυ του Dead Petz προκύπτει πραγματικά αξιόλογο και αδικείται καταφανώς από τον χωρίς μέτρο μουσικό προσανατολισμό όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.
{youtube}2UuuQKEhprc{/youtube}