Αυτόματα και δικαιωματικά, στο άκουσμα της νέας κυκλοφορίας των Motorpsycho και του Ståle Storløkken, το μυαλό πηγαίνει πίσω στο 2012, στην πρώτη φορά που οι 4 συναντήθηκαν δισκογραφικά. Το πρότζεκτ τότε ήτανε το υπαρξιακό έπος The Death Defying Unicorn, ένας δίσκος που ευστοχούσε στους περισσότερους από τους στόχους τους οποίους έθετε –και κυριότερα στους τρόπους που έβρισκε για να μεταφράσει σε νότες την ένταση μιας αφήγησης μετεωριζόμενης μεταξύ των μύθων των ωκεανών, του θανάτου και της εξέγερσης.
Τότε, τα είχαν καταφέρει χρησιμοποιώντας μια ορχήστρα 22 συνολικά μουσικών και μπλέκοντας σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι τις δικές τους prog τάσεις, μαζί με έγχορδα (το βιολί του Ola Kvernberg και το σύνολο των Trondheimsolistene) και πνευστά (η φημισμένη ορχήστρα Trondheim Jazz Orchestra). Στο En Konsert For Folk Flest, τα πράγματα είναι εξίσου γκράντε. 30 άνθρωποι βάζουν το χεράκι τους στο ερμηνευτικό σκέλος: η 24μελης χορωδία Kammerkoret Aurum (μαζί με τον μαέστρο της), το αυτοσχεδιαστικό ντουέτο των Sheriffs Οf Nothingness σε βιολιά και μαντολίνα και –φυσικά– οι Bent Sæther (στο μπάσο), Hans Magnus Ryan (στις κιθάρες), Kenneth Kapstad (στα τύμπανα) και Ståle Storløkken (στο όργανο). Όλοι τούτοι βρέθηκαν για μία one-off εκτέλεση του έργου στον καθεδρικό Nidaros στο Τρόντχαϊμ, στις 31 Ιουλίου του 2014. Από εκεί και η παρούσα ηχογράφηση.
Όσο για την αφήγηση στην οποία στηρίζεται το En Konsert For Folk Flest, είναι κι αυτή πολυεπίπεδη ή τουλάχιστον έτσι υποθέτω, καθώς μία από τις καινοτομίες του δίσκου είναι ότι οι Motorpsycho γράφουν στη μητρική τους, τη νορβηγική –οι γνώσεις μου επί της οποίας περιορίζονται στις ιδιαιτερότητες της αλφαβήτου. Βγαίνει ωστόσο κάποιο νόημα, αν κοιτάξουμε τις σχετικές ανακοινώσεις της μπάντας (που γίνονται στα αγγλικά) και ορισμένες περιγραφές στο διαδίκτυο του βιβλίου στο οποίο βασίζονται, στο Manifest For Folk Flest του Johan Harmstad –όπου «folk flest» βάλτε κάτι σαν «πολλοί άνθρωποι». Παρεμπιπτόντως, το τελευταίο προσφέρεται μεταφρασμένο στα αγγλικά, στην ιδιαίτερα πλούσια έκδοση στην οποία κυκλοφορεί ο δίσκος (διπλό βινύλιο, βιβλίο και DVD).
Το ερώτημα που απασχόλησε τους Motorpsycho και τον Storløkken είναι από εκείνα που φαίνονται μεν απλά, αλλά παρουσιάζουν αρκετές επιπλοκές όσο τα υποβάλλουμε στη βάσανο της ανάλυσης. Συγκεκριμένα: τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε κάποιον «λαό»; Εννοούμε απλώς μια οσοδήποτε ετερογενή πληθυσμιακή ομάδα ή μια ομάδα με λίγο-πολύ κοινά χαρακτηριστικά; Κι αν η απάντηση είναι η δεύτερη, τότε ποια είναι τα χαρακτηριστικά, σε ποιον βαθμό καταφέρνουν να κανονικοποιούν τις συμπεριφορές και τι γίνεται με όσους αποκλίνουν από αυτά; Εν τέλει, ποιους εντάσσουμε και ποιους αποκλείουμε όταν μιλάμε για τον λαό «μας»;
Ενδιαφέρον ερώτημα, ωστόσο με τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει γίνεται και κομματάκι παράξενο για να στηρίξει κανείς πάνω του ένα μουσικό πρότζεκτ –με την έννοια ότι δεν παράγει κάποιο τόσο άμεσο συναισθηματικό αποτέλεσμα, το οποίο να μπορεί στη συνέχεια να «μελοποιηθεί». Κι έπειτα, τι στο καλό θέλει ένα ροκ συγκρότημα να μπλέκει με χορωδίες και εκκλησιαστικά όργανα;
Είμαστε αναμφίβολα μέσα σ’ ένα περιβάλλον που θα μπορούσε πολύ εύκολα να ξεφύγει προς το φλύαρο, το πομπώδες ή το μεταφυσικό. Οι Motorpsycho & Storløkken φαίνεται να προλαβαίνουν τα πράγματα ακριβώς προτού φθάσουν από το πληθωρικό στο υπερβολικό –με ποδοσφαιρική ορολογία, θα λέγαμε ότι «παίζουν στο όριο του οφσάιντ». Είναι ένα είδους αισθητήριο, ένα δικό τους μέτρο αν προτιμάτε, το οποίο ανέπτυξαν στο Death Defying Unicorn και ανασύρουν εδώ· ίσως όχι με την ίδια, πάντως με παρόμοια επιτυχία.
Δίχως λοιπόν να αρνούνται τον λυρισμό, βρίσκουν τον τρόπο να κρατούν τα πράγματα στην εγκόσμια διάστασή τους. Χαρακτηριστικό ίσως της διάθεσης, το φινάλε του έργου με το “Grandiosa”, το οποίο είναι μεν ολίγον επικό (παραπέμποντας στον όρο grandioso, δηλαδή σε «μουσική που παίζεται με μεγαλοπρεπή τρόπο»), προσγειώνεται όμως απότομα όταν κανείς γκουγκλάρει τη λέξη «Grandiosa» και διαπιστώσει ότι συμπίπτει με την ονομασία της «δημοφιλέστερης κατεψυγμένης πίτσας στη Νορβηγία», σύμφωνα τουλάχιστον με τη Wikipedia!
Ένα άλλο «σημείο ελέγχου» θα βρισκόταν στις γέφυρες μεταξύ των διαφορετικών συμφραζομένων, στο πώς δηλαδή συνομιλούν τελικά αυτά της χορωδίας και του εκκλησιαστικού οργάνου με τον χαρακτήρα μιας μπάντας που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη της για το hard rock, τη ψυχεδέλεια ή το progressive. Δίχως κάτι τέτοιο να προδικάζει την επιτυχία, αξίζει να σημειωθεί πως για τους Motorpsycho τα σουλάτσα μεταξύ διαφορετικών αναφορών και τυπολογιών είναι βούτυρο στο ψωμί τους. Ακόμα και σε άλμπουμ που εξελίσσονται σε ένα πιο «τυπικό» ταμπλό, δύσκολα κάθονται στ’ αυγά τους. Και έχουν, συν τω χρόνω, αντιληφθεί πως ό,τι κι αν προσεγγίζουν δεν είναι ένα αδειανό κουστούμι το οποίο απλώς περιμένει κάποιον να το φορέσει· είναι περισσότερο τρόποι που έρχονται να προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες.
Επομένως είναι πολύ… Motorpsycho ο δίσκος, δίχως κάτι τέτοιο να εμποδίζει τα άλλα στοιχεία να πάρουν κι εκείνα τον χώρο τους: μέχρι και το ντουέτο των Sheriffs Οf Nothingness, που γενικώς δρα περισσότερο αφανώς, βγαίνει σε κάποια φάση στο προσκήνιο. Όσο για τις κυριότερες συζεύξεις, σε γενικές γραμμές λειτουργούν μια χαρά, είτε κινούνται στις υπέροχες καταβυθίσεις του 17λεπτου “Lykkepilgrim”, είτε φέρνουν στον νου μια λιγότερο σατανική εκδοχή των Ghost (κυρίως στη σύνθεση “Mammonumamikoma”), είτε αφήνονται σε πιο αδόμητες επιφάνειες, εμπιστευόμενες έναν πιο αυτοσχέδιο εαυτό.
Δεν λείπουν βέβαια από το En Konsert For Folk Flest και κάποια ελαφριά στραβοπατήματα, όπως, ας πούμε, ορισμένα σημεία όπου τα μέσα υπερισχύουν των σκοπών (λ.χ. σε κάποια παιξίματα όπου ο Storløkken φαίνεται να παρασύρεται από την επιβλητική υλική –άρα και ηχητική– υπόσταση του εκκλησιαστικού οργάνου). Περιορίζονται όμως στην επικράτεια του «στατιστικού λάθους», χωρίς να επηρεάζουν σημαντικά το αξιόλογο του εγχειρήματος.
{youtube}K81GGfBJ8yo{/youtube}