Black metal και ζωηρή εικονοπλασία πήγαιναν πάντα χέρι-χέρι, καθιστώντας το συγκεκριμένο υποείδος ένα από τα πλέον λειτουργικά σε αυτόν τον τομέα. Παρά πάντως την ενσωμάτωση (και) αφηγηματικών φορμών στη σύνθεση, η μουσική, αντλώντας και από τις ρίζες της στο ρομαντικό κίνημα, ξεχώριζε κατ' εξοχήν λόγω της δυνατότητάς της να απεικονίζει σκοτεινές εκδοχές του κόσμου.
Οι Hope Drone έδειξαν, ήδη από το προπέρσινο, ομώνυμο EP τους, ότι ανήκουν σε μια σχολή που τραβάει αυτή την εικονοπλασία στα άκρα, μέσω της αφοσίωσης στις μακροσκελείς συνθέσεις και στη στιχουργική λιτότητα. Τα ονόματα των Wolves In The Throne Room και των Krallice μπορούν να παραπέμψουν εύκολα τον ακροατή στο μήκος κύματος στο οποίο κινείται ο ήχος των Αυστραλών, επιρροές λίγο-πολύ προφανείς, η ενσωμάτωση των οποίων οδηγεί σε μια (σχεδόν) ιμπρεσιονιστική μουσική τεχνοτροπία. Το φετινό Cloak Οf Ash είναι το ντεμπούτο που πολλοί περιμέναμε μετά το θεσπέσιο πρώτο δείγμα γραφής του 2013, και δείχνει το συγκρότημα να βαδίζει πάνω στο λογικό εξελικτικά μονοπάτι.
Με την ευχέρεια λοιπόν που τους προσφέρει ο όρος «full-length», οι Hope Drone απλώνονται όσον αφορά τη διάρκεια, εξαντλώντας σχεδόν το χρονικό όριο του φορμάτ (77 λεπτά), κάτι που γίνεται φανερό από το πρώτο κιόλας κομμάτι, το 20λεπτο “Unending Grey”. Το συγκεκριμένο τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί ως ο μικρόκοσμος του άλμπουμ, καθώς αποτελεί ένα tour-de-force του οράματός τους: η υψίσυχνη, αμερικάνικης κοπής, ριφφολογία πλέκεται με υποτονικά, ομιχλιασμένα σημεία, που εσωκλείουν μια αναμφισβήτητη post-rock επιρροή. Τα φωνητικά, εν είδει τυπικών αλλά λειτουργικών κραυγών (ένας πιο στεντόρειος Varg Vikernes αποτελεί καλό σημάδι αναφοράς), πραγματώνουν άλλη μια αραιή πινελιά πάνω σε έναν καμβά ο οποίος έχει ως κύριο αντικείμενο τη φύση. Η παρουσία επίσης διάχυτων noise περασμάτων δίνει έναν υπνωτικό χαρακτήρα στο σύνολο, προς την εκπλήρωση μιας σαμανικής εμπειρίας, πάντα με πυξίδα τη μεγαλοπρέπεια. Η δε παραγωγή είναι καλοδουλεμένη, μακριά από τα lo-fi στερεότυπα του είδους· δίνει ζωτικό χώρο σε κάθε όργανο, χωρίς παράλληλα να χάνει σε ερεβώδες πνεύμα.
Όπως και (ενίοτε) στα συγκροτήματα που αναφέρθηκαν ως επιρροές των Hope Drone, η ανάταση –δια των ταχύτατων, σιδηροδρομικών riffs– είναι εκείνη που ουσιαστικά προσφέρει διέξοδο στη συσσωρευμένη ένταση των αργών, σχεδόν drone/doom ωκεανών, με μελετημένες εναλλαγές tempo. Δυστυχώς όμως οι Αυστραλοί το παρακάνουν· η μεγάλη διάρκεια του δίσκου, συνδυασμένη με τη συνεχή επανάληψη του μοτίβου «αλλαγή ρυθμού» και την παραπλήσια φύση της κιθαριστικής επένδυσης όλων των κομματιών, οδηγεί αφενός σε μια έλλειψη πλήθους αξιομνημόνευτων σημείων, και κατ' επέκταση στην κούραση. Παρ' όλο που υπάρχουν αξιόλογα riffs (στο μεσαίο τμήμα του “The Chords That Thrum Beneath The Earth” γίνονται καταπληκτικά πράγματα), αυτά τείνουν να βυθίζονται μέσα στο διογκωμένο μέγεθος του εγχειρήματος. Η δε σχετικά μικρή παρουσία στίχων αποτελεί έναν ακόμη σκόπελο στην πλοήγηση ενός τόσο μεγάλου σε διάρκεια άλμπουμ.
Αν κάποιος δει το Cloak Of Ash ως έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα μουσικής, ως έργο από το οποίο θα απορροφήσει εικόνες μεγαλείου και φυσιολατρικής κατάνυξης, τότε μπορεί να μιλήσει για έναν στιβαρό δημιούργημα. Ως μουσικό άλμπουμ, όμως, το ντεμπούτο των Hope Drone χωλαίνει λόγω της έκτασης και του υπερβολικά ομοιογενούς χαρακτήρα του. Ας ελπίσουμε λοιπόν σε μια αναδίπλωση του συγκροτήματος πριν το επόμενο βήμα, με έμφαση στη συνθετική ποιότητα και όχι ποσότητα.
{youtube}88uafvJE4-s{/youtube}