To 2007, με το οριστικό τέλος των διαδοχικών post-punk και brit pop αναβιώσεων στο Νησί –οι οποίες έδωσαν αμέτρητα παρθενικά άλμπουμ συγκροτημάτων που είτε τα κατάπιε ο χρόνος (Editors), είτε μεταλλάχθηκαν (Arctic Monkeys)– άρχισαν μέσω του MySpace και διάφορων playlists να ξεπετάγονται μπάντες με πανομοιότυπο ήχο· μια εμβρυακή εκδοχή του ήχου που σήμερα γίνεται αντιληπτός ως «βρετανικό indie». Ανάμεσα στα ονόματα τα οποία εκμεταλλεύτηκαν το μομέντουμ ήταν και οι Foals: εμφανίστηκαν ως το απόλυτο party band στο τηλεοπτικό σόου Skins, κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Antidotes το 2008 και σταδιακά άρχισαν να θεωρούνται ως το μέλλον του κιθαριστικού βρετανικού ήχου, από κομμάτι του μουσικού τύπου.
Το στοιχείο που τους διαφοροποίησε από πολλούς συγχρόνους τους, ήταν ότι, με κάθε δίσκο, φιλοδοξούσαν να εμπλουτίσουν προοδευτικά την ηχητική τους παλέτα, αποκόβοντας τις σχέσεις με τη σκηνή μέσα στην οποία γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν. Έτσι, τα μαθηματικοποιημένα riffs του Antidotes και ο άγουρος μα ασυγκράτητος ενθουσιασμός του οδήγησαν στο ώριμο, πιο εγκεφαλικό άλμα του Total Life Forever (2010) κι από εκεί στο Holy Fire (2013), τελευταίο σκαλοπάτι στη μεταμόρφωσή τους σε ένα συγκρότημα ικανό να χειρίζεται άψογα την ισορροπία μεταξύ πνευματώδους και αφελούς ποπ. Πώς λοιπόν βρίσκονται τώρα να βγάζουν το πιο αδύναμο άλμπουμ της μέχρι στιγμής πορείας τους;
Ως τώρα, η μπάντα από την Οξφόρδη λειτουργούσε με ένα μοτίβο εδραιωμένο σε μια θεμελιώδη αρχή: δεν αφήνουμε τα πάντα πίσω, δεν κουβαλάμε τα πάντα μαζί. Σε κάθε λοιπόν μετάβαση, εξαλείφανε ό,τι θεωρούσαν περιττό στο μουσικό τους μείγμα, κρατούσαν τη βάση που έμενε από αυτή τη διαδικασία «απόσταξης» και πρόσθεταν ό,τι μπορούσε να εξελίξει τον ήχο τους –φροντίζοντας ώστε ο ακροατής να βρίσκεται πάντα σε θέση να δει, έστω και αμυδρά, την άκρη του νήματος από το οποίο ξεκίνησαν. Υπό μία τέτοια έννοια, κάθε κυκλοφορία αποτελούσε μεν την ίδια ζωντανή οντότητα, αλλά οι βιολογικές της γωνίες ακονίζονταν/λειαίνονταν με διαφορετικές λεπίδες κάθε φορά. Τι συμβαίνει όμως όταν τα γρανάζια του δημιουργικού τους αλγόριθμου σκουριάζουν τόσο έντονα, όσο και οι εγκαταλελειμμένες θατσερικές βιομηχανίες της κεντρικής Αγγλίας;
Θεωρητικά, μπορεί και τίποτα. Ενδέχεται μάλιστα κάτι τέτοιο να ερμηνευθεί και σαν σημάδι πως οι Foals οριοθέτησαν πια το αισθητικό κάδρο και τις δυνατότητές τους και προσπαθούν να πατήσουν όσο πιο γερά γίνεται πάνω τους. Αλλά το What Went Down στέκει ως απόδειξη μιας άκομψης, άγαρμπης επανασυναρμολόγησης όλων εκείνων των στοιχείων που είναι υπεύθυνα για τη μεγέθυνση της γραμματοσειράς του ονόματός τους στα σπουδαία φεστιβάλ στα οποία συμμετέχουν: όλα σχεδόν τα νέα κομμάτια μοιάζουν με «δεύτερο» υλικό, που δεν χώρεσε στους δύο προηγούμενους δίσκους. Όταν δηλαδή για κάθε "Birch Tree" υπάρχει ένα "2 Trees" (Total Life Forever) να έχει συλλάβει πιο περίτεχνα την υποβόσκουσα funky πρόθεση, όταν για κάθε ασθμαίνον "Snake Oil" υπάρχει ένα "Inhaler" (Holy Fire) για να δώσει πιο αληθινές ανάσες και για κάθε "London Thunder" βρίσκεις ένα "Spanish Sahara" (Total Life Foerever) να επισκιάζει οτιδήποτε ανάλογης λογικής, τότε οι Foals πέφτουν θύματα των ίδιων τους των περασμένων εμπνεύσεων.
Το What Went Down δείχνει πλημμυρισμένο από αυτή τη δημιουργική παράλυση και το άσκοπα νοσταλγικό ψηλάφισμα, το οποίο μετριάζεται μόνο χάρη σε ορισμένα πετραδάκια αναφοράς, που σχηματίζουν τις γωνίες ταυτότητας του ήχου και της ετικέτας των Foals. Είναι διάχυτη εδώ η αίσθηση πως όλες οι λεπτομέρειες που συνθέτουν το σύνολο αναβλύζουν από τις πιο σκοτεινές πτυχές του υποσυνείδητου του Γιάννη Φιλιππάκη: το ψυχικό του φορτίο καθρεφτίζεται τόσο στους δυσοίωνους στίχους, όσο και στα πιο βαριά και συννεφιασμένα μουσικά φίλτρα που διαπερνούν το άλμπουμ.
Στο "Mountain At My Gates", λ.χ., ο Φιλιππάκης πραγματεύεται το concept του συναισθηματικού αδιέξοδου και του προσωπικού αναπόφευκτου («I see a mountain at my gates/I see it more and more each day»), ενώ στο εσωστρεφές "Give Ιt All" εξερευνά τα δικά του αχαρτογράφητα μονοπάτια του πόθου και της τρυφερότητας. Ακόμη όμως και στις πιο εμπνευσμένες στιγμές –όπως ας πούμε στον μελωδικό επιμερισμό των τελευταίων δευτερολέπτων του "Albatross"– η εκ μέρους του κωδικοποίηση των νοημάτων μοιάζει κενή. Ηχεί δηλαδή σαν αποτέλεσμα διαλεκτικής λειψυδρίας, οδηγώντας στην υποψία ότι δεν επιθυμεί τόσο να επικοινωνήσει τις ιδέες του, όσο να τις νιαουρίσει ναρκισσιστικά, ολομόναχος, μπροστά στον καθρέφτη.
Σε μία πρόσφατη συνέντευξή του στο Quietus, ο Φιλιππάκης κλήθηκε να επιλέξει μερικούς από τους αγαπημένους του δίσκους. Και είναι χαρακτηριστική η «δημοκρατικότητα» των ακουσμάτων του: από τον Arthur Russel και τους Wu-Tang Clan, στους Pixies και σε συλλογές εθνικ κομματιών. Το πρόβλημα είναι πως όλα αυτά δείχνουν ως ανενεργά ερεθίσματα, χαμένα στο περιοριστικό indie κοσκίνισμα στο οποίο υποβάλλονται. Όσο δεν προσπαθούν οι Foals να τα εντάξουν στο ηχητικό τους σύμπαν, εντροπιάζοντας το ευεργετικά, τόσο κινδυνεύουν με ένα μέλλον γεμάτο δουλειές εφάμιλλες του What Went Down, που θα αποδείξει περίτρανα τον αυτοπροσδιοριστικό αποπροσανατολισμό στον οποίον έχουν εισέλθει.
{youtube}l_EIE5f2t6M{/youtube}