(Sludgekicker) Τα γιγάντια στοουνεροντούμικα ριφ των Καναδών διαλύουν τα ηχεία σου καθώς ξεκινά το Hochelaga, «κάνοντας lord over» στο σπίτι σου –για να χρησιμοποιήσω μια φράση κλεμμένη από τον Δημήτρη Μεντέ, με τον οποίον συγκατοικούμε σήμερα στην αβοπολίτικη ύλη. Είναι αδύνατον να τους αντισταθείς. Βγάζεις την πιο κρύα μπύρα απ' όσες κρατάς στο ψυγείο, τραβάς γερή γουλιά και κάθεσαι ν' ακούσεις. Γιατί η Dopethrone εμπειρία είναι ζωντανή, συμμετοχική, εθιστική. 

Αυτά της άλλωστε τα χαρακτηριστικά την έχουν φέρει στον αφρό και την κρατούν εκεί, τόσο δισκογραφικά, όσο και στο συναυλιακό σανίδι –κοντοζυγώνει και η αθηναϊκή επίσκεψη, μεθαύριο Πέμπτη στο An Club. Γιατί αν πιάσεις να το αποδομήσεις το πράγμα με εκείνη την αυστηρή μεζούρα του κριτικού για την οποία έγραφε πρόσφατα και ο Μιχάλης Τσαντίλας (εδώ), μπορεί ν' αρχίσεις τα ξινά. Κάτι δοσολογικά, ας πούμε, στυλ όχι τόσο stoner εδώ, μήπως να γινόταν πιο sludge εκεί ή τόσο Electric Wizard εδώ, τόσο Iron Monkey εκεί· ή σχόλια τύπου «μας τα 'χετε πει ξανά στο Dark Foil του '11», «στο 4ο σας άλμπουμ περιμέναμε εκπλήξεις». Ας φανταστούμε όλοι το άτομο που θα έλεγε στον Lemmy πως στα τραγούδια του «δεν υπάρχει καμία έκπληξη», για να κλείσει εδώ αυτή η συζήτηση. 

Δεν έχει καμία σημασία πόσο sludge, πόσο doom ή πόσο stoner είναι ενίοτε η μουσική ή πόση μπλακιά εκπορεύεται από τα φωνητικά. Γιατί οι Dopethrone δεν είναι μπάντα που παίζει μπάλα από τη ζώνη ασφαλείας της, μα μπάντα που παίζει ζάρια. Και η Hochelaga ζαριά έκατσε καλά. Λάμπει έτσι εδώ η άνεσή τους να μετακινούνται σε όλα τούτα τα σκληρά ιδιώματα λες κι αποτελούν τσιφλίκι τους, λαμβάνοντας διαρκώς αφορμές για να εξαπολύουν κιθαριστικά ριφ όμοια με πυραύλους εδάφους-αέρος, μα και τα διαβολικά φωνητικά του Vincent Houde, τα οποία συρίζουν τις λέξεις στο αυτί σου με κάτι το διαστροφοαπειλητικό. Σαν σε νουβέλα του Λάβκραφτ ένα πράγμα, όπου ακούς τις απόκοσμες, σάπιες λέξεις του De Vermis Mysteriis, κι ενώ θέλεις να φύγεις τρέχοντας, συνάμα κάτι σε φτιάχνει και κάθεσαι εκεί να σου πουν περισσότερα (μέχρι να σε φάει το τέρας). 

Το όλο κλίμα γίνεται μάλιστα ακόμα πιο διαστροφικό –και σ' αρέσει περισσότερο– λόγω της δομής του δίσκου, που θέλει τα τραγούδια να σκάνε με ένταση μετά από σύντομα ιντερλούδια, φτιαγμένα με samples από ανακοινώσεις εκφερόμενες με εκείνη την καθαρή, ουδέτερη, ολίγον πατερναλιστική «γλώσσα» των αφηγήσεων στις παλιές ταινίες τρόμου. Να π.χ. τι ακούς αμέσως πριν το "Chameleon Witch": 

«They dress like us, pretend they belong to mankind, profess to keep our laws and code of morals…  But in their presence, we’re always aware that they’re phantoms, and that their ideas and actions are out of key with the general pitch and tone of normal life» (προέρχεται από το βιβλίο Adventures with Phantoms, του Βρετανού συγγραφέα Thurston Hopkins/1946).

Σύμφωνοι, δεν είναι πυρηνική φυσική η χέβι γκρούβα πάνω στην οποία βασίζονται οι Dopethrone. Διακατέχεται όμως από το ίδιο αρχέγονο «μυστικό» που έκανε τα μπλουζ του Mississippi John Hurt ή το σκληρό ροκ των AC/DC και το μεταλλικό πανκ των Motörhead να ηχούν πάντοτε απολαυστικά, χωρίς να αλλάζει τίποτα στα συστατικά. Σαν τις παλιές γιαγιάδες που πάντα πετύχαιναν την πίτα καλύτερα από τη μάνα σου που την έφτιαχνε ακολουθώντας κατά γράμμα τη συνταγή, έτσι και οι Dopethrone φτιάχνουν τα πιο νόστιμα scum fuck blues εκεί έξω. Και το Hochelaga είναι τελικά μία ακόμα αφορμή για να τους πούμε μπράβο, αφού πετυχαίνει διάνα και στο blues και στο scum και βεβαίως στο fuck. 

{youtube}Fk8zIByF7-s{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured