Ακούμε συχνά για την κατηγορία των «breakup άλμπουμ», αλλά για τα «funeral άλμπουμ» δεν μιλάει κανείς. Κάτι τέτοιο έχει την εξήγησή του, φυσικά: ο θάνατος κι ο χωρισμός δεν είναι ίσα κι όμοια. Γιατί, αν σε παρατήσει το κορίτσι, πάει κι έρχεται... Αν όμως αποχωριστείς για πάντα ένα αγαπημένο πρόσωπο, το χτύπημα ξεπερνά τα συνηθισμένα και σε φέρνει αντιμέτωπο με ζητήματα που αγγίζουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό συνέβη και στον Sufjan Stevens πριν 3 χρόνια, με αυτό καταπιάνεται τώρα στον καινούριο του δίσκο.
Η μητέρα του Stevens (η Carrie του τίτλου) πέθανε από καρκίνο, όμως ο τραγουδοποιός την αποχωρίστηκε πολλές ακόμα φορές προηγουμένως, καθώς εκείνη ταλανιζόταν από σχιζοφρένεια, κατάθλιψη και ροπή σε καταχρήσεις. Ο πατριός του (Lowell), που υπήρξε σύζυγος της Carrie για λίγα μόνο χρόνια, αποδείχθηκε πολύ πιο σταθερή παρουσία στη ζωή του θετού γιου του, βρίσκεται άλλωστε και στο τιμόνι της ανεξάρτητης εταιρείας Asthmatic Kitty που δημιούργησε ο τελευταίος πριν χρόνια.
Ίσως πλάτιασα με την ιστορία πίσω από τα 11 τραγούδια του Carrie & Lowell, αλλά νομίζω ότι είναι απαραίτητο να τη γνωρίζει κανείς για να το βιώσει και εκτιμήσει στις πλήρεις του διαστάσεις. Διαστάσεις οι οποίες αρχικά ίσως να μοιάζουν μικρές, έως και ασφυκτικές: ο Stevens εγκαταλείπει εδώ τις γκράντε ενορχηστρώσεις για έναν ήχο ακουστικό, που για κάποιους παραπέμπει στα πρώτα του βήματα. Όμως, μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει πτυχές που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές· όταν αποκαλύπτονται, ανεβάζουν τον τελικό πήχη πολύ ψηλότερα από όσο θα περίμενες από έναν «απλό» φολκ δίσκο.
Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι ο Αμερικανός τροβαδούρος επιχειρεί πράγματι να επιστρέψει στο παρελθόν, στην προσπάθειά του να ξορκίσει το φάντασμα της μητέρας του. Φυσικά, δεν μπορεί να ξαναγίνει ποτέ το μικρό κι αθώο παιδί που υπήρξε κάποτε. Όπως και είναι αδύνατον να ξαναγίνει ο τραγουδοποιός που έγραψε το Seven Swans, πίσω στο 2004. Όχι, ο Sufjan Stevens του Carrie & Lowell είναι ο άνθρωπος ο οποίος στο μεταξύ έγραψε το Illinois (2005) και το The Age Of Adz (2010) και που σε αυτήν την απογύμνωση της ψυχής του ακούγεται πιο απλός μα ταυτόχρονα πιο μεστός, ειλικρινής και ευθύβολος από ποτέ –ακριβώς επειδή, πέρα από τον αβάσταχτο πόνο του, κουβαλάει και όλη αυτήν την εμπειρία.
Είναι πράγματι συγκλονιστικοί οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η ψυχική κατάσταση του Stevens σε τούτα τα 40 και κάτι λεπτά τραγουδοποιητικής κατάθεσης: άλλοτε αναπολώντας, άλλοτε ρωτώντας το υπερπέραν, κάποτε με έντονες αυτοκτονικές διαθέσεις. Όλα αυτά (και ακόμα περισσότερα) αλληλοσυνδεόμενα μέσω της χριστιανικής κοσμοθεωρίας αλλά και της δισκογραφικής του πορείας, διοχετεύονται μέσα από τραγούδια που έχουν αξιοθαύμαστη συνοχή –εσωτερική και εξωτερική. Πώς να μην μείνεις αποσβολωμένος, ας πούμε, ανακαλύπτοντας τα ambient φαντάσματα του πανηγυριώτικου ήχου του παρελθόντος του να ξεπροβάλλουν διακριτικά από κρυφές γωνιές του δίσκου, σα να απλώνουν, θα 'λεγες, χέρι παρηγοριάς στον ώμο του εμπνευστή τους; Και πώς να μην πέσεις στα γόνατα, πώς να μην κλάψεις με λυγμούς ακούγοντας το υπερκόσμιων διαστάσεων μοιρολόι του “Fourth Of July”, του πιο κομβικού ίσως κομματιού εδώ;
Με βάση βέβαια την αυστηρή μεζούρα του δισκοκριτικού, το Carrie & Lowell μάλλον δεν μπορεί να πλασαριστεί ως αριστούργημα. Ίσως όμως όποιος βαδίζει βάσει της μεζούρας να μην πρέπει να λέγεται δισκοκριτικός, τελικά... Γιατί, πέρα από τις μεγάλες φιλοδοξίες, τις πολυδαίδαλες ενορχηστρώσεις, τις υποψιασμένες στιχουργίες και τις ηχητικές πρωτοπορίες –πάνω από όλα τα τεχνικά και τα μετρήσιμα στοιχεία μιας κατάθεσης– υπάρχει η ομορφιά. Κι επειδή μπορεί να έγραψες μερικές εκατοντάδες λέξεις χωρίς τελικά να έχεις καταφέρει να μεταδώσεις κάτι από την ικανότητά της να κυριαρχεί ξεπερνώντας τις αφορμές που τη γέννησαν, οφείλεις τουλάχιστον να είσαι σαφής στο τέλος: ακούστε οπωσδήποτε αυτόν τον δίσκο.
{youtube}lJJT00wqlOo{/youtube}