Το παρθενικό άλμπουμ του Καναδού τροβαδούρου έρχεται για εκείνον σε σχετικά προχωρημένη (ακόμα κι αν δεν είναι προφανές) ηλικία, και μοιάζει ως καλλιτεχνικός καρπός ενός success story κινηματογραφικών διαστάσεων: άσχημος χωρισμός, σχεδόν θανάσιμος τραυματισμός σε αυτοκινητιστικό, συνεχείς αποτυχημένες απόπειρες στην προσπάθειά του να γράψει τραγούδια-επιτυχίες για ποπ παραλίγο-ντίβες. Όλα συνηγορούν λοιπόν πως ο φιλόδοξος Tobias Jesso Jr. θα οδηγηθεί στη μουσική αφάνεια, όπως αρκετοί άλλοι όμοιοί του. Το σενάριο όμως είναι αμερικάνικης προέλευσης και το happy end μοιάζει αναπόφευκτο. Ο 28χρονος (τότε) Tobias ανασυγκροτείται, στέλνει εμβρυακές εκδοχές μερικών κομματιών στον Chet JR White –το άλλο μισό των Girls που μόλις είχαν διαλυθεί– και αυτός ενθουσιάζεται.
Και έτσι φτάνουμε στο Goon. Μετά το αναμενόμενο σπρώξιμο από την indie δημοσιογραφική σφαίρα, ήρθε και το απροσδόκητο tweet της Adele με το βιντεοκλίπ του πραγματικού χιτ “How Could You Babe” και η αναγνώριση σε μεγαλύτερο κοινό είναι πλέον γεγονός. Και γιατί όχι; Το Goon εμπεριέχει ιδέες που μπορούν να προσφέρουν γερό πάτημα και αμέτρητες αφορμές για ταύτιση σε πολλές ομάδες πιθανών ακροατών. Το χαρακτηρίζουν στίχοι που σκορπάνε κολεγιακή νοσταλγία αμερικάνικου τύπου και αναδύουν μυρωδιές από αρωματικά κεριά δωματίου, υπό το φως των οποίων ανταλλάχθηκαν ερωτικοί όρκοι, αλλά και επαναλαμβανόμενες θεματικές για σκληρούς χωρισμούς και ανεκπλήρωτες ερωτικές υποσχέσεις, αναμονές για τηλεφωνήματα που δεν έγιναν ποτέ και για απαντήσεις που έμειναν στον αέρα. Μοιάζουν όλα αυτά σαν να γράφτηκαν από ένα έφηβο ο οποίος μεγάλωσε πολύ γρήγορα, αν και η πραγματικότητα μας δίνει μία λιγότερο ρομαντική εκδοχή: έναν υπερβολικά συναισθηματικό 30άρη.
Σχεδόν αβίαστα, το Goon μπαίνει σε εκείνη την κατηγορία των άλμπουμ, που είναι ξεκάθαρα για τη θέση τους στη μουσική βιομηχανία. Δεν έχουν σκοπό να την αναταράξουν, να δημιουργήσουν δρόμο για το μέλλον ή να εισάγουν νέες τεχνικές παραγωγής και σύνθεσης. Τα δομικά υλικά είναι απογυμνωμένα, πεντακάθαρα, αμόλυντα, χωρίς πολλαπλά στρώματα ερμηνείας· έτοιμα παρ' όλα αυτά για την ανεμπόδιστη, άκοπη και πνευματώδη, επικοινωνία/κατανάλωσή τους. Το σκάψιμο και η αναμόχλευση του παρελθόντος για την εύρεση τέτοιων στοιχείων αποτελεί βασικό μοτίβο του άλμπουμ. Η συνθετική επίσης ικανότητα του Jesso –μινιμαλιστική αλλά και με τις απαραίτητες δόσεις ορχηστρικού εμπλουτισμού– η ενστικτώδης του πρόσβαση σε γλυκόπικρες μελωδικές φόρμες και η αίσθηση του μουσικού χώρου και χρόνου που διαθέτει φέρνουν στο μυαλό τις αρετές του Paul McCartney και την καλλιτεχνική προσέγγιση του Harry Nilsson. Αλλά οι αναφορές δεν τελειώνουν εδώ. Κομμάτια όπως το "Wait" έχουν τη στιχουργική ρομαντική αφέλεια και την ποπ φολκ αύρα των Simon And Garfunkel ενώ το "Bad Words" μας επιτρέπει να φανταστούμε τον Καναδό τραγουδοποιό να σιγοτραγουδάει την τραγική του ερωτική ιστορία με ένα ποτήρι ουίσκι στην άκρη της μπάρας, δίπλα από τον Leonard Cohen και τον Tom Waits.
Αν υπάρχει βέβαια ένα βασικό πρόβλημα που επισκιάζει το άλμπουμ, είναι αυτή ακριβώς η τεχνητή του εξάρτηση από ήρωες του παρελθόντος. Το θεωρητικό και αποδυναμωμένο στοιχείο της διαχρονικότητας του ήχου που το διαποτίζει καθώς και η αίσθηση ότι θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζονται από μία επιφανειακή και πρόχειρη προσέγγιση. Γιατί το Goon μπορεί να αυτοσυστήνεται και να γοητεύει ως ρετρό δημιούργημα, όμως το αισθητικό βερνίκι που απλώνεται στα τοιχώματά του αγοράστηκε σε τιμή ευκαιρίας σε κάποιο χίπστερ παζάρι, ως η vintage εκδοχή της κλασικής τραγουδοπoιείας. Όλες λοιπόν οι πιθανές επιρροές του δημιουργού του αναιρούνται μερικώς και χάνουν την αρχική δυναμική τους, από τη στιγμή που περνάνε από ένα συνθετικό άλεσμα indie προέλευσης.
Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι στο τέλος δεν παίρνει θετικό πρόσημο ή ότι δεν καταλαμβάνει τον χώρο που του αξίζει στο μυαλό και κυρίως στην ψυχή του ακροατή. Στις δυνατές του στιγμές, μάλιστα, προσφέρει δυνητικά αξιομνημόνευτες μελωδίες, οι οποίες θυμίζουν κομμάτια που άκουσες πριν χρόνια στο ραδιόφωνο και έψαχνες χωρίς τύχη να τα βρεις. Παράλληλα, τέτοιες συνθέσεις περνάνε κάτω από το δέρμα με έναν υπόγειο τρόπο και γίνονται ασυνείδητα το μελαγχολικό σάουντρακ της καθημερινότητας.
Μα πάνω απ’ όλα, το Goon υπηρετεί σκοπούς και ικανοποιεί αναγκαίες συνθήκες που θα έπρεπε να βρίσκονται σε αφθονία στο σύγχρονο μουσικό στερέωμα: προσφέρει αφορμές για συναισθηματική σύνδεση, μοιράζει αληθινές ιστορίες με συγκινητική αμεσότητα και συμβάλλει στη θριαμβευτική επαναφορά της αξίας του songwriting στο επίκεντρο των μουσικών trends.
{youtube}uu1Ko02P7vk{/youtube}