Την ερώτηση «σου αρέσει αυτός ο δίσκος;» αντικαταστήστε την με το «Δέχεσαι τον Μαύρο Μεσσία σαν Κύριο και Σωτήρα»; Σημασία έχει το shock value του ερωτήματος, παρά η ζητούμενη άποψή σου.
Το νέο έργο του D’Angelo δεν έρχεται για να σερβίρει τραγούδια (τραγουδένια), που θα αρέσουν και θα «τραγουδηθούν». Ο ίδιος όμως έρχεται εξοπλισμένος με την οργή ενός παράφρονα ιεροκήρυκα, με σκοπό ζωής την αλλαξοπιστία του δυνητικού του ποιμνίου. Τα ευαγγέλια για τη χαώδη Βίβλο του είναι το ιδιοφυές χάος του Sly Stone, η ασθμαίνουσα ψυχή του Marvin Gaye, η οργανική λαίλαπα των Funkadelic, οι ηχητικοί ύφαλοι του Prince και οι αστικές λιτανείες του Curtis Mayfield. Ο D’Angelo ασκεί παγανιστική λατρεία στους δαίμονες της φαντασίας του προκειμένου να πειστούμε κι εμείς οι έντρομοι –αμύητοι στα νέα δόγματα– παρατηρητές για τα κεφαλαιώδη ζητήματα καλλιτεχνικής έκφρασης τα οποία ανιχνεύονται εδώ.
Μετά από 14 χρόνια απουσίας, θα πίστευε κανείς ότι ο D’Angelo θα έμενε για πάντα εγκλωβισμένος στο άσυλο για τις «καμένες» ιδιοφυίες και θα απολάμβανε τις πρωινές του βόλτες στο προαύλιο, παρέα με την Lauryn Hill. Ευτυχώς, ο καλλιτέχνης που έκανε την R’n’B κοινότητα να τον αντιμετωπίζει σαν ιερό τοτέμ της soul αισθαντικότητας με το Voodoo (2000) έριξε ένα ηχηρό αυτοχαστούκισμα στον λήθαργο που τον κατάπινε και επέστρεψε για να αποδιοργανώσει μηχανιστικά το αλφαβητάρι της soul, σκαλίζοντας σε πέτρα τις ιερές εντολές του, χωρίς ο ίδιος να πιστεύει σε κανέναν θεό.
Στα υβριδικά μονοπάτια των αυλακιών του Black Messiah, ο αλαφιασμένος καλλιτέχνης φέρνει σε εκστατική νιρβάνα τον ακροατή που πάντα διαισθάνονταν ότι κλίνει στην ιντελιγκέντσια αλλά δεν έβρισκε τον πεφωτισμένο μπροστάρη, ο οποίος θα τον ξεσήκωνε με τις αιρετικές ιδέες του. Κάθε ρίσκο εξατμίζεται κάτω από τη γνώση και το πάθος του επιτελείου που οργιάζει στην παραγωγή: σε μερικά τραγούδια, το φρενήρες μπάσο και το πιάνο ιδρώνουν (κυριολεκτώ) την κονσόλα. Κι ας έχει παραδοθεί στην έπαρσή του ο D'Angelo, κι ας ξεχνάει επίμονα την ερωτική του φύση (πλην ίσως του "Really Love") κι ας επιμένει να μη χαρίζει ένα στρογγυλό ρεφρέν στον ακροατή (αυτό δεν λέγεται συνέπεια, λέγεται γαϊδουρινή υπομονή στο όρια του βίτσιου).
Το καύσιμο για τη διαδρομή είναι οι αναζητήσεις που ξεπηδούν σαν πίδακες, η ενστικτώδης soul, η ιδρωμένη instrumental βιρτουοζιτέ από «αληθινούς» μουσικούς, οι ψυχωμένοι piano jazz αυτοσχεδιασμοί, τα funky κρουστά που χτυπάνε στο στομάχι και όχι στα πόδια, τα πνιχτά φωνητικά (ανάμεσα σε gospel και εξορκισμό), η επαναστατική reggae, η χιπ χοπ ενέργεια, η blaxploitation βρώμα και οι ρυθμοί που περισσότερο «αναπνέουν», παρά έχουν κατασκευαστεί. Αυτό που ακούς στο τέλος είναι η ανάσα ενός ζωντανού οργανισμού ο οποίος μάχεται να ξεπηδήσει από τη φυλακή των ηχείων. Μια αυτόφωτη δημιουργική πηγή.
Μπορεί να μην είμαι διατεθειμένος να κατεβάσω το εικόνισμα του Marvin Gaye, αλλά ένα κεράκι στην εκκλησία του Black Messiah θα το ανάβω τακτικά...
{youtube}mVsQwJfWzoI{/youtube}