Μυστήριο πράγμα, σου λέει, ο αστικός πολιτισμός. Απ’ τη μία η βιομηχανία, απ’ την άλλη το πιάνο· το τέρας της μηχανής και τα λεπτά νοήματα της τέχνης. Όλα μαζί, σε διαρκή αντίθεση, γι' αυτό και σε διαρκή σύνθεση. Διότι –ως γνωστόν– αν όλα είναι Α, τότε τίποτα δεν είναι Α: τα πάντα ορίζονται βάσει του αντιθέτου τους.
Κάπως έτσι ξεκινάει ο Oren Ambarchi το Quixotism. Εν αρχή ην ο θόρυβος, σαν να λέμε. Δηλαδή εκείνος ο αυτιστικός βόμβος της μηχανής. Αναπόδραστη ηχητική πραγματικότητα, είτε τοποθετούμε το πλάνο στην αρχετυπική φάμπρικα, είτε στον εργάτη με το κομπρεσέρ, είτε στους δρόμους του μητροπολιτικού κέντρου, είτε σε αυτούς του κυριλέ προαστίου. Ηχορρύπανση το λέμε και εννοούμε έναν θόρυβο που, άπαξ και τον παρατηρήσεις, σου μένει δωράκι στους ηχητικούς νευρώνες μέχρι την επόμενη «αποτοξίνωση».
Και απέναντι στον θόρυβο, η μουσική. Αυτή η (συγκριτικά) γαλήνια ροή των πραγμάτων, η ασφαλής απόσταση του συμβολισμού. Στην προκείμενη, μια αποδομημένη δέσμη νοημάτων, παραδομένη στις αφαιρέσεις της, επαρκές όμως αντίβαρο στη βαρβαρότητα του μηχανιστικού θορύβου. Ένα ολιγόλογο πιάνο, μια κιθάρα κολλημένη σε μερικές αρμονικές, ατμόσφαιρες με τον λυρικό βρυχηθμό αργοκίνητων εγχόρδων και σποραδικά ένα μπάσο να υπενθυμίζει τις υποσχέσεις του σώματος. 18 λεπτά διαπάλης (το εναρκτήριο “Part 1”), με την έκβαση να μένει –εννοείται– αιωρούμενη.
Οδηγούμαστε έτσι στο “Part 2”, όπου ο βόμβος επιμένει, προτού διαλυθεί όχι μέσα στο αντίθετό του, αλλά στα θραύσματα της ηλεκτρονικής κουλτούρας τα οποία σπεύδουν ως ξενιστές. Θραύσματα που σταδιακά αυτονομούνται, ενοποιούνται σε μία διακριτή οντότητα και μας εισάγουν σε ένα περισσότερο γνώριμο –και γι' αυτό περισσότερο καθησυχαστικό– ηχητικό πεδίο. Στο “Part 3”, ο ηλεκτρονικός κόσμος έχει ήδη επιληφθεί. Κάτι που μοιάζει με techno αναλαμβάνει να υποκαταστήσει την αρχική διαπάλη, θέτοντας βέβαια τα δικά του διλήμματα και τις δικές του αντιθέσεις. Το beat εισάγεται (και παραμένει) ελλειπτικό, ενώ στον αντίποδα βρίσκουμε την πλούσια προϋπηρεσία του Ambarchi στους δαιδάλους του σύγχρονου avant-garde (βλέπε λ.χ. τις συνεργασίες του με μουσικούς όπως οι Keiji Haino, Jim O’Rourke, Stephen O’Malley, John Tilbury, Merzbow, The Thing και τόσοι ακόμα).
Αυτές οι νέες αντιθέσεις δημιουργούν τη δική τους ιδιοσύσταση, η μηχανή όμως –αλίμονο– δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της κουβέντα. Στο “Part 4”, ξενιστής γίνεται πλέον εκείνος ο βόμβος και η κανονικότητα διαταράσσεται εκ νέου. Ποια μπορεί να είναι η λύση ενός τέτοιου πολυπαραγοντικού θέματος; Ο Ambarchi προτείνει μία στο καταληκτικό “Part 5”: ο βόμβος μετατρέπεται σε νευρωτικό beat, τα κρουστά στον αντίποδα προφέρουν έναν ιδιόμορφο εξωτισμό, τα έγχορδα δίνουν έναν –πιο ξεκάθαρο πια, αλλά πάντοτε συγκρατημένο– λυρισμό, ενώ το κοφτό, κουφωτό και επαναλαμβανόμενο ριφ της κιθάρας επιστρατεύεται για να οδηγήσει το σκάφος στη λυτρωτική ανοιχτωσιά της ενδεχομενικότητας. Αν ως λύση εννοούμε μια κορύφωση (ή μια καταβύθιση) συγκεκριμένη και λίγο ως πολύ σαφώς ορισμένη, εδώ λύση είναι η μη λύση, κατάληξη του συλλογισμού η παράδοσή του στις πιθανότητες και στις ανοιχτές ερμηνείες. Υπό μία έννοια, δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά.
Περίπου έτσι δομείται η αφήγηση του Quixotism, με τον Ambarchi να νοηματοδοτεί εξαιρετικά την περιήγησή του μέσα σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, όντας οξυδερκής ως προς την ίδια τη σύνθεση των αντιθέσεων, μα και ιδιαίτερα εύστοχος ως προς τις χροιές και τις εντάσεις που επιλέγει για να τις εκφράσουν (λαμβάνει βεβαίως και βοήθεια από αρκετούς συνεργάτες, μεταξύ αυτών των Jim O’Rourke, John Tilbury, Eyvind Kang και Thomas Brinkmann). Καθίσταται δε περιττό να ασχοληθούμε με το αν ο δίσκος κινείται προς το τάδε ή το δείνα μουσικό ιδίωμα, καθώς στην περιήγηση αυτή χρησιμοποιεί πολλά χωρίς ποτέ να είναι κανένα –και απ’ αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «τυπικό» δείγμα ενός μεταμοντέρνου μουσικού λόγου. Σημαντικό πάντως είναι το ότι, μέσα σ’ όλα, ο Ambarchi δεν υποβαθμίζει τη συναισθηματική νοημοσύνη της μουσικής του· αντιθέτως τη χρησιμοποιεί ως φορέα των αντιθέσεων, ως τον ενοποιητικό ιστό που συνέχει τις τόσες διαφορετικές παραλληλίες.
Το Quixotism μετεωρίζεται υπέροχα ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω· εσωτερικεύει τη δυναμική της πολυπαραγοντικής διαλεκτικής του Ambarchi, καταφέρνοντας να μην παρασύρεται από κανένα επί μέρους κομμάτι (να έχει δηλαδή μια εξαιρετική αίσθηση οικονομίας), δίχως κάτι τέτοιο να οδηγεί στο μεσοβέζικο. Είναι διαρκώς μέσα στα (μουσικά ή άλλα) ζητήματα τα οποία θίγει, μια συνισταμένη αντίρροπων δυνάμεων, καθεμιά με τη δική της ορμή και τη δική της διάθεση. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά και την «πραγματική» πραγματικότητα;
{youtube}6YDvQslFlKY{/youtube}