Ο Τόνυ είναι η γριά κότα που έχει το ζουμί στο Cheek To Cheek. Η ασημένια αλεπού, ο παίκτης που κατέχει τα «moves» και παρασύρει τη νεαρά Λέιντι στην πίστα, χορεύοντάς την –κυριολεκτικά, μα και στο ταψί. Εκείνη πάλι έχει τα νιάτα, έχει τον ενθουσιασμό, έχει την παρουσία και το όνομα· της λείπει όμως η χάρη, η πείρα, η άνεση.
88 ο θρύλος, 28 η σταρ, ναι, και βέβαια θέλουν κάτι ο ένας από τον άλλον –για σόου μπιζ μιλάμε, ας μην κοροϊδευόμαστε. Μην υποτιμάτε όμως τις κοινές τους ρίζες στην ιταλική κοινότητα των Η.Π.Α. ή το ότι αμφότεροι είναι τέκνα της Νέας Υόρκης. Γιατί κάπου μέσα σε λογιστικές εκτιμήσεις και κινήσεις καριέρας, κάπου ανάμεσα στο χάσμα των 60 χρόνων που τους χωρίζει, βρήκαν έναν κώδικα επικοινωνίας. Εγώ κι εσύ μπορεί να τους κοιτάμε στο εξώφυλλο και να βλέπουμε τον Bennett και τη Gaga, αλλά στο στούντιο εκείνος ήταν ο Anthony Benedetto από την Αστόρια κι αυτή η Stefani Germanotta από το Μανχάταν.
Και η χημεία μέτρησε. Έδωσε έναν ντουέτο που αν μην τι άλλο το χαζεύεις χαμογελώντας ενώ σουινγκάρει Cheek To Cheek. Ο Stephen Thomas Erlewine του Allmusic θεώρησε ως κύριο ελάττωμα του άλμπουμ ότι τα επιλεγμένα τραγούδια ήρθαν σε δεύτερη μοίρα, ενώ προκρίθηκε ο παράγοντας «προσωπικότητα». Εγώ όμως βρίσκω πως αυτό ακριβώς είναι το προτέρημά του, ίσως μάλιστα το μόνο του αληθινό ατού. Γιατί το συγκεκριμένο υλικό –τζαζ standards διάσημα, λαμπερά και ήδη αγαπητά, με βαριές υπογραφές (Cole Porter, Irving Berlin κ.ά.)– δεν χρειαζόταν μία ακόμα άρτια εκτέλεση, πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Απεναντίας, ήθελε λίγο χαρακτήρα.
Από εκεί και πέρα, ας είμαστε ξεκάθαροι: δεν προέκυψε και κανάς σπουδαίος δίσκος. Χρειαζόταν μάλλον να συνομωτήσουν δυνάμεις μεγαλύτερες από αυτές που συνέπραξαν εδώ, ενώ ίσως έπρεπε να αναλάβει κάποιος άλλος χρέη παραγωγού & μηχανικού ήχου και όχι ο Dae Bennett (γιος του Tony). Κάποιος σε θέση να επιβάλλει να μην ηχούν όλα τα πνευστά τόσο φάτσα φόρα, καθώς δεν είναι λίγες φορές που η τρομπέτα του Brian Newman μας παίρνει τ' αυτιά.
Είναι πάντως και οι περιορισμοί που αναδεικνύονται από το ίδιο το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο μεν Bennett, δηλαδή, δεν έχει διάθεση να μάθει νέα κόλπα· η δε Gaga είναι απογοητευτικά ανήμπορη δίχως εκείνον δίπλα της: όποτε αφήνεται σε σόλο εκτελέσεις, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, καταφεύγοντας σε άτσαλες ρετρό επικλήσεις, πρόχειρα πασαλειμμένες με Liza Minelli, με προσποιητό τζαζέ πάθος στα φωνήεντα ("Εv'ry Time We Say Goodbye", "Lush Life").
Στην παρέα ωστόσο του Tony η Λαίδη αναθαρρεί, μεταμορφώνεται. Κι ενώ τη βλέπεις ότι δειλιάζει γενικά να ξεμακρύνει από τα παραδεδομένα, έρχονται στιγμές που αφήνεται, στις οποίες παίρνει ελευθερίες με τις νότες και με τα δεδομένα των ρυθμών (κι ας μην εκπλήσσει πάντοτε θετικά). Κι εκείνος όμως, άλλη μαστοριά βάζει στα ντουέτα μαζί της –νιώθεις ότι το απολαμβάνει. Κάπως έτσι, διασκευές σαν το "Anything Goes", το "Cheek To Cheek", το "Nature Boy" ή το "It Don't Mean a Thing (If It Ain't Got That Swing)" ακούγονται πραγματικά ευχάριστα. Και χαρίζουν στον δίσκο μια αύρα συμπάθειας, έστω κι αν δεν κατορθώνουν τελικά να τον ανυψώσουν πάνω από ένα μάλλον μέτριο συνολικό επίπεδο.
{youtube}Fg1meK-IgOM{/youtube}