Φαίνεται πως γλυκάθηκε ο Dave Grohl μετά το περσινό του σκηνοθετικό ντεμπούτο στο ντοκιμαντέρ Sound City, όπου εξιστορούσε την πορεία των Sound City Studios στο Van Nuys του Λος Άντζελες. Κι αποφάσισε έτσι να καταπιαστεί με μια παρεμφερή, δική του ιδέα, ικανή να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα τόσο τηλεοπτικό, όσο και δισκογραφικό. Καλώς ήλθατε λοιπόν στο Sonic Highways: τη σειρά 8 επεισοδίων του αμερικάνικου καναλιού HBO, μα ταυτόχρονα και νέο δίσκο της μπάντας από το Σιάτλ.
8 τα επεισόδια, 8 και τα τραγούδια του άλμπουμ. Όχι τυχαία, μιας και η ιδέα του σίριαλ είναι η κινηματογράφηση των ταξιδιών των Foo Fighters σε 8 διαφορετικές πόλεις της Αμερικής και η ηχογράφηση ενός κομματιού σε κάθε μία από αυτές, σε μια προσπάθεια να ενσωματωθεί μέσα τους λίγη από την ιδιαίτερη αύρα του κάθε τόπου.
Το οπτικό αποτέλεσμα απόλαυσε άμεση και καθολική αναγνώριση: η σειρά διατηρεί ένα ολοστρόγγυλο 9άρι στη βαθμολογία του Imdb. Κάτι όμως που δεν εγγυάται αυτόματα ίδια ύψη για το ηχητικό Sonic Highways προϊόν. Εξάλλου η μπάντα του Grohl έχει επανειλημμένα αποδείξει πως, ενώ μπορεί να παραδίδει δυναμίτες στο μέτωπο των singles, δεν έχει ανάλογα αποτελέσματα ή συνέπεια την ώρα του ολοκληρωμένου δίσκου. Και αυτή είναι πράγματι η πρώτη σκέψη την οποία κάνεις, τελειώνοντας την ακρόαση του παρόντος άλμπουμ, που έρχεται 3 χρόνια μετά το Wasting Light –δουλειά η οποία κέρδισε, δικαίως, τις καρδιές πολλών ακροατών (και όχι μόνο των φίλων τους).
Μιλάμε λοιπόν και πάλι για μεμονωμένες στιγμές που θα μείνουν στη μνήμη, μα για ένα σύνολο που αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα. Κι όχι γιατί είναι χαμηλό το επίπεδο σε κάποια από τα μέρη του μουσικού αυτού παζλ, αλλά κυρίως γιατί οι Foo Fighters βασίζονται εδώ στη γνωστή τους συνταγή. Έτσι όμως γίνονται εύκολες οι συγκρίσεις με παλιότερα τραγούδια τους, με την πλάστιγγα να γέρνει αποφασιστικά υπέρ του παρελθόντος.
Τουτέστιν, στον τομέα συνθέσεων τύπου «πυροβολώ κατά ριπάς και όποιον πάρει ο Χάρος», οι κιθάρες δίνουν πόνο και τα τύμπανα θέτουν το κεφάλι του ακροατή σε ρυθμική κίνηση: εδώ η μπάντα πραγματικά δεν χάνει βήμα. Και τα “Outside”, “Congregation” & “The Feast And The Famine” μπαίνουν σε μια παλιοσχολίτικη κουπέ Chevy, σανιδώνουν το γκάζι και εξαφανίζονται στον ορίζοντα χωρίς πολλά-πολλά.
Τα προβλήματα αρχίζουν όταν προσεγγίζουμε σε πιο mid-tempo περιοχές, όπου εμφανίζεται το συναίσθημα εκείνου του γνώριμου, γλυκερού ήχου που δείχνει την ηλικία των Αμερικανών. Τα δύο κομμάτια του φινάλε, για παράδειγμα, πατάνε σε τέτοιες συνήθειες, κάνοντάς σε να αναρωτηθείς «μα καλά, δεν τα 'χουμε ξανακούσει όλα αυτά και μάλιστα παιγμένα καλύτερα»; Το μεν “Subterranean” είναι μια σύνθεση κατασκευασμένη να ξεχαστεί μετά από μερικές ακροάσεις, το δε “I Am Α River” –ενώ περιέχει ελπιδοφόρα στοιχεία– τελικά δεν τα πλαισιώνει επαρκώς με περαιτέρω ιδέες, που θα έκαναν το αποτέλεσμα πιο ελκυστικό. Η απέλπιδα προσπάθεια γίνεται βασικά από τη μέση και μετά, όταν η σύνθεση οδηγείται σε μια κλιμάκωση. Μέχρι τότε, όμως, έχεις φάει 4 σχεδόν λεπτά από τον χρόνο σου σε υλικό μέτριας ποιότητας· κάτι που σκοτώνει την όποια δυναμική θα μπορούσε να έχει χτιστεί.
Στις υπόλοιπες 3 συνθέσεις βρίσκουμε μια ισορροπία μεταξύ της νικητήριας φόρμουλας της πρώτης κατηγορίας και του προβληματισμού της δεύτερης, οδηγούμενοι έτσι σε ένα τσούρμο τραγουδιών ικανών να προσφέρουν το αίσθημα της ικανοποίησης, αλλά όχι κι εκείνο του θριάμβου. Ναι, θα τον βρουν τον δρόμο για τα ηχεία σας τα “In Τhe Clear”, “What Did I Do?/God Αs My Witness” και “Something From Nothing”, αλλά τι θα γίνει σε έναν μήνα από τώρα; Ή, ακόμα καλύτερα, τέτοια εποχή το 2015;
Κάπου εκεί είναι λοιπόν που θολώνει τελικά το τοπίο και o 8ος δίσκος των Foo Fighters καταλήγει λίγο πάνω από τη μέση της βαθμολογικής κλίμακας... Θα σας κρατήσει όμορφη συντροφιά, θα σας κάνει να αναπολήσετε τις μέρες που το alternative rock μεσουρανούσε, θα σας χαρίσει και μερικά χαμόγελα στη διάρκειά του. Τοποθετημένο ωστόσο δίπλα στο υπόλοιπο σώμα δουλειάς της μπάντας, αποδεικνύεται κατώτερο των προεξέχοντων στιγμών της.
{youtube}dV7c6ThfXvs{/youtube}