Το 1970, ένα 24χρονο κορίτσι διώχνεται από την υψηλή κοινωνία του Λονδίνου στην πιο ευάλωτη –ίσως– φάση της ζωής του: ένας έκπτωτος άγγελος, που δεν άξιζε πια να ζει ανάμεσά τους. 6 χρόνια νωρίτερα, οι ίδιοι κύκλοι την είχαν αγκαλιάσει σαν θεότητα, καλοσωρίζοντας την τρεμάμενη φωνή και την εύθραυστη ομορφιά της ως την απόλυτη μούσα, η οποία προσγειώθηκε ξαφνικά στον κόσμο τους από τις καφετέριες της βρετανικής πρωτεύουσας για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
Η ναρκισσιστική πλευρά της Marianne Faithfull, σε συνδυασμό με την αυτοκαταστροφική της φύση, αποδέχθηκαν την παραπάνω συνθήκη με ικανοποίηση, ανακούφιση και ματαιοδοξία· έπεσε με τα μούτρα σ' αυτόν τον νέο, λαμπερό κόσμο γεμάτο από διασημότητες και καταχρήσεις. Η ίδια άλλωστε είχε δήλωσει ότι –μόλις αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα για τη «μεγάλη καριέρα»– ήξερε πολύ καλά πως αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να τα φτιάξει με κάποιον από τους Rolling Stones. Μάλλον πέρασε από τα κρεβάτια ολονών κι ίσως πράγματι άλλον να ήθελε και με άλλον να κατέληξε. Όμως, από τη στιγμή που η σχέση της με τα σκληρά ναρκωτικά άρχισε να τη στραγγίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, το τέλος της διαδρομής (εκείνης, τουλάχιστον) άρχισε να φαίνεται καθαρά στον ορίζοντα. Τη στιγμή που προσγειώθηκε με το κεφάλι μέσα σε ένα πιάτο καυτής σούπας σε μια κοσμική δεξίωση, ο Jagger ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να την ξεφορτωθεί.
Εν έτει 2014, η Faithfull κοιτάει πίσω σε εκείνα τα χρόνια με τον πιο γενναίο τρόπο που θα μπορούσε –και ίσως και τον πιο σαρκαστικό, συνάμα. Και το κάνει μάλιστα από την αρχή κιόλας του Give My Love To London, με το ομώνυμο τραγούδι: «And if I was to die then/I wouldn't really care/Cause I'd wake up in the morning/And I wasn't really there». Ένας φόρος τιμής σε όσα φύγανε και την αφήσανε κάποτε λειψή, μαζί με την προσωπική της προσπάθεια να μετρηθεί με αυτό το παρελθόν, συμφιλιώνοντάς το με το παρόν της.
Στην πρώτη της λοιπόν δισκογραφική δουλειά εδώ και πάνω από δεκαετία που δεν αποτελείται εξ ολοκλήρου από διασκευές, η Marianne Faithfull κάνει κάτι παραπάνω απ' το να κοιτάει προς νέες κατευθύνσεις και να επιδιώκει όλο και περισσότερες συνεργασίες με καλλιτέχνες στους οποίους έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι έχει πολλή εμπιστοσύνη (Rogers Waters, Nick Cave, Patrick Leonard, Anna Calvi). Αυτή τη φορά κοιτάζει πιο προσεκτικά μέσα της και βγάζει 11 τραγούδια αγάπης, πόνου, αυτοταπείνωσης, θυμού και αδιαφορίας. Και όλο αυτό μοιάζει λιγάκι με τη διεργασία που περνάει ένας άνθρωπος κάθε φορά που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τα πράγματα έπειτα από μια ερωτική απογοήτεση: σ' αγάπησα πολύ, με απογοήτευσες, ήθελα να πεθάνω, σήμερα σε φτύνω στα μούτρα, αύριο δεν θα με ενδιαφέρεις καν.
Το μεγαλύτερο μέρος του Give My Love To London άρχισε να διαμορφώνεται ενώ η Faithfull ανάρρωνε από έναν σοβαρό τραυματισμό στην πλάτη της, όταν βρέθηκε ουσιαστικά για 6 ολόκληρους μήνες εγκλωβισμένη στο σπίτι. Ο βασικός λοιπόν κορμός προέκυψε μέσα σε κλίμα νωχελικότητας και ενδοσκόπησης, με την ίδια –στα 67 της, πια– να φανερώνει ένα Εγώ που δεν διακατέχεται μονάχα από τσαμπουκά και κουλ αποστασιοποίηση, αλλά μπορεί πλέον να γελάει με τα λάθη του (“Τrue Lies”) και να χλευάζει τον ίδιο του τον εαυτό (“Falling Back”).
Οι διασκευές που υπάρχουν δίπλα στο πρωτότυπο υλικό εμφανίζονται μετά τα μισά του δίσκου, με τη Faithfull να τις αποδίδει με τρόπο ιδιαίτερο (“Ι Get Along Without You Very Well”), αν και όχι πάντα αξιομνημόνευτο (“Τhe Price of Love”). Το “Going Home” του Leonard Cohen ξεχωρίζει ανάμεσά τους σαν ένα μικρό, προσωπικό αστείο: μια διασκεδαστική στιγμή, η οποία αφορά δύο ανθρώπους που κάποτε μοιαράστηκαν την ίδια τρέλα. Κι όλα αυτά ενώ στο εξαιρετικό “Mother Wolf” η απέχθεια και η οργή της χτυπάνε κόκκινο (αρκεί να ακούσετε τον τρόπο με τον οποίον προφέρει τη λέξη «disgust» στη δεύτερη στροφή του τραγουδιού), την ίδια στιγμή που το “Love More or Less” σου υπενθυμίζει πως η αγάπη είναι συνώνυμο του πόνου –αλλά ας μην χάνουμε και το χιούμορ μας.
Ακούγοντας βέβαια το Give My Love To London θα προκύψει φυσικά σε κάποιο σημείο το ερώτημα κατά πόσο η φωνή της Faithfull «κρατάει» ακόμα. Η αυτόματη απάντηση σε κάτι τέτοιο πιθανόν να είναι πως, όχι: η φωνή της δεν είναι πια εκείνη που ήταν, η χροιά της ακούγεται πιο βραχνή από ποτέ, οι δυνατότητές της πιο φθαρμένες από κάθε άλλη φορά. Και σίγουρα υπάρχουν πολλά σημεία στον δίσκο όπου την ακούμε επίτηδες τοποθετημένη πιο πίσω από τη μουσική (“Sparrows Will Sing”, “Deep Water”), ενώ τις δύο πιο αδύναμες στιγμές του άλμπουμ (“Late Victoria Holocaust”, “The Price Οf Love”) δεν φαίνεται να είναι καν σε θέση να τις υπερασπιστεί. Κι όμως! Είναι τελικά αυτός ακριβώς ο τρόπος που λέει τις λέξεις –λες και τις προφέρει μέσα από τα δόντια– ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύει τους στίχους (λες και μιλάει σιγανά στον εαυτό της), ο τρόπος που ώρες-ώρες μουρμουρίζει, κάνοντας τον δικό της απολογισμό, που τελικά προσδίδουν στο Give My Love To London όλη τη γοητεία και την αίγλη μιας γυναίκας που έζησε γρήγορα, αλλά δεν πέθανε νωρίς.
Και το αποτέλεσμα παραμένει, άλλωστε: η Faithfull την έκανε τελικά τη μεγάλη καριέρα με ή χωρίς έναν από τους Rolling Stones στο πλευρό της, με ή χωρίς την εκτυφλωτική ομορφιά εκείνου του πλάσματος που κάποτε άνοιξε την πόρτα στους αστυνομικούς σχεδόν γυμνή προκειμένου να τους... αποσυντονίσει. Και που φέτος, σαν άλλη "Pirate Jenny" της Nina Simone (“Give My Love To London”), επέστρεψε με την απειλητική βραχνάδα της για να στείλει την αγάπη(;) της στην πόλη που 44 χρόνια νωρίτερα την «ξέρασε», πακέτο με τις επιθυμίες της. Για την ακρίβεια, βέβαια, ξέρασε την εικόνα που είχε εκείνο το κορίτσι για το ποιες ήταν οι επιθυμίες του και την εικόνα που είχε για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή. Αυτήν ακριβώς τη ζωή, αυτό το στοιχειωμένο, μακρινό παρελθόν αισθάνομαι πως επιχειρεί να ξορκίσει η Faithfull με τον συγκεκριμένο δίσκο. Ακολουθώντας μια διαδρομή κυνικότητας αλλά και κάθαρσης, αναδύοντας μια οργισμένη ασχήμια μέσα στην τόση ομορφιά.
{youtube}jE9I4lVpE64{/youtube}