Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που με φίλο μουσικό ακούγαμε τα νέα πονήματα ενός άλλου συναδέλφου, μια πολύ καλή δουλειά στον ποπ/ροκ χώρο, μα με εμφανή μια (ελαφρώς) εκνευριστική λεπτομέρεια: ακούγαμε δηλαδή μια πολύ καλή παραγωγή, αλλά σε καμία περίπτωση τα όργανα. Είναι μια λογική που μας έχει έρθει από τη Σκανδιναβία –και ειδικότερα από τη Σουηδία. Οι ξανθοί ιεράρχες της κονσόλας πήραν τη μεγάλη του Trent Reznor ποπ/ροκ σχολή και την πήγαν μεν στο απόγειο και στην επιτυχία, αλλά στειρώνοντάς την από ζωντάνια. Και πασχίζουμε έτσι εδώ και χρόνια να βρούμε καλούς δίσκους που ν' αφήνουν τα όργανα να ηχούν περισσότερο από τα εφέ των οργάνων... Να λοιπόν ένας λόγος που ευχαριστήθηκα και με το παραπάνω τη φετινή κατάθεση της Joan Osborne.
 
Βέβαια το Love And Hate δεν έχει ενδιαφέρον μόνο για λόγους παραγωγής. Περιέχει πολύ έξυπνα δάνεια, κατ' αρχήν. Για παράδειγμα, εκείνο το ξεκίνημα του "Where We Start", με την καλοδεχούμενη Phillip Glass εισαγωγή. Το δε ομώνυμο του άλμπουμ τραγούδι είναι το δεύτερο που ακούω φέτος να δανείζεται τη θαυμάσια έναρξη του "No Surprises" των Radiohead (το άλλο βρισκόταν στην τελευταία δουλειά της Δήμητρας Γαλάνη). Έχουμε επομένως να κάνουμε με ένα άλμπουμ-αποκάλυψη; Όχι, σε καμία περίπτωση. Έχουμε «απλώς» να κάνουμε με έναν δίσκο του οποίου οι ήχοι και το κυριότερο οι στίχοι περιγράφουν επακριβώς το ταξίδι έρωτα και μίσους, τόσο ώστε μπορούμε να παρακάμψουμε άσχετα το κακοσχεδιασμένο εξώφυλλο.
 
Ξέρω από πριν τις αντιρρήσεις σας. Μωρέ με την Joan Osborne θα ασχολούμαστε τώρα; Αυτή δεν είναι που είχε εκείνη την επιτυχία, το "One Of Us", πίσω στα 1995; Ναι, αυτή είναι· μόνο που δεν πρόκειται για κάποια τυπική one-hit wonder, μα για μια μουσικό-σκυλί, φοβερά καταρτισμένη (θυμίζω ότι στον τότε δίσκο είχε διασκευή σε Lightning Hopkins, σε ανύποπτη στιγμή για τα δεδομένα της εποχής), η οποία πάντοτε εμφανίζεται με  ικανότατες μπάντες πίσω της. Και δεν έχει εξαφανιστεί από το "One Of Us" κι έπειτα: βγάζει διαρκώς δίσκους –το Love And Hate είναι ο 10ος της– και μάλιστα εκείνος που είχε κυκλοφορήσει στις αρχές των '00s, το How Sweet It Is, παραμένει στις προσωπικές μου επιλογές ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ διασκευών.  
 
Το Love And Hate πατάει στην παλαιά ποπ/ροκ σχολή, μιας και στις φλέβες της Αμερικανίδας τραγουδοποιού κυλάει καθαρόαιμο ροκ –το «ποπ» της το βάζουμε καθαρά για τη μελωδικότητα, όχι για το ύφος. Είναι με λίγα λόγια το άλμπουμ το οποίο θα έπρεπε να είχε κάνει φέτος η Nicole Atkins, αντί για το ατσούμπαλο Slow Phaser. Το υποσημειώνω, διότι ουσιαστικά στον ίδιο χώρο κινούνται οι δύο καλλιτέχνιδες, παρά τη σημαντική διαφορά ηλικίας μεταξύ τους.
 
Εν κατακλείδι, έχουμε εδώ μια φωνάρα, η οποία φτιάχνει ένα άλμπουμ όπου ισορροπεί η μοντέρνα –αλλά όχι μοντερνίζουσα– άποψη περί παραγωγής με μια ντουζίνα τραγούδια που ομιλούν στην εσωτερική οδό του ακροατή, κινούμενα σε μια (καθόλου γκρίζα) ζώνη μεταξύ ποπ και ροκ. Τραγούδια που διαθέτουν το τσαγανό να εισάγουν στοιχεία από ολωσδιόλου άλλες φάρμες ήχου (ειδικότερα από τη folk), χτίζοντας, εν τέλει, μια δουλειά ιδανική για να φιλοξενηθεί στ' ακουστικά μας κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής περιπόλου προς ψυχική ανάταση (όχι για μπαρ, ακριβώς). Έναν τίμιο και χωρίς περιττά φιλεράκια δίσκο.
 

{youtube}H1wJ1X4rPEw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured