Μεγάλωσε σε «μουσική» οικογένεια, σχημάτισε το πρώτο του (dance) σχήμα πίσω στις αρχές των 1990s, πέρασε την επόμενη δεκαετία αλλάζοντας θέσεις σε δισκογραφικές εταιρίες (Sony, Def Jam, Virgin) –κάνοντας παράλληλα τα βράδια τον DJ– και ξαναμπήκε στη δισκογραφία με το καλλιτεχνικό όχημα των Fink στις αρχές των '00s, με downtempo κατευθύνσεις. Κάπου όμως στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, αποφασίζει να αλλάξει τον ήχο του, στρεφόμενος από την ηλεκτρονική μουσική σε πιο παραδοσιακά όργανα. Προσλαμβάνει έτσι τους Guy Whittaker και Tim Thornton για σταθερούς συνεργάτες και γίνεται ο πρώτος καλλιτέχνης της σχολής singer/songwriter που στεγάζεται στην οικία της Ninja Tune. Την επόμενη χρονιά ακούγεται αρκετά με το τραγούδι "This Ιs Τhe Thing", ενώ το 2011 απολαμβάνει τη μεγαλύτερη μέχρι τότε προβολή, χάρη στον δίσκο Perfect Darkness.
 
Ως γνωστόν, το πραγματικό τεστ για το πόσο breakthrough είναι ένας δίσκος, είναι να δεις τις πωλήσεις του επόμενου. Διότι ο αρχικός πιάνει κάποιους προ εκπλήξεως, ενώ ο επόμενος –με όλη τη διαφήμιση από στόμα σε στόμα και την προβολή του προκατόχου του από τα media– πετυχαίνει το εμπορικό peak ενός καλλιτέχνη, μαζεύοντας και τους χρόνια οπαδούς, αλλά και τους νεοφερμένους φίλους. Όπερ και εγένετο με το Hard Believer, που βασιζόμενο στην επιτυχία του Perfect Darkness χτύπησε θέσεις όπως η 8η στα ολλανδικά charts, η 21η στην Ελβετία και η 25η στη Γερμανία, ενώ πέτυχε αξιόλογα πλασαρίσματα και σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Αυστρία. Εμπορικά, λοιπόν, η τελευταία απόπειρα του Βρετανού μουσικά είναι με διαφορά η πιο επιτυχημένη. Αλλά καλλιτεχνικά φαίνεται να απολαμβάνει τη νικητήρια φόρμουλα του Perfect Darkness· να βρίσκει τη βολή του, να μένει στα ίδια, λοξοκοιτάζοντας μάλιστα και λίγο προς το mainstream.
 
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με κακό άλμπουμ. Έλα όμως που, παρέα με τραγούδια τα οποία απαιτούν την προσοχή σου, σερβίρεται και ξαναζεσταμένο φαγητό... Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κομμάτια όπως το σαγηνευτικά εξελισσόμενο “Green And The Blue”, το “White Flag” με τη ζεστή μα συνάμα απόμακρη μπασαδούρα (κι εκείνο το επιβλητικό πιανιστικό συμπλήρωμα), το “Truth Begins” με τα βουτηγμένα στη μελαγχολία κιθαριστικά ακόρντα, αλλά και η λίγο πιο ενεργητική προσέγγιση του “Looking Too Closely”. Το δεύτερο γκρουπ αποτελούν στιγμές που είτε βασίζονται σε καλές αρχικές ιδέες οι οποίες όμως δεν τελεσφορούν (“Keep Falling”, “Two Days Later”) και τραγούδια που ξεκινάνε άχρωμα και αδιάφορα, προσπαθώντας να σώσουν την παρτίδα με το τελικό τους κρεσέντο (“Pilgrim”, “Shakespeare”).
 
Κάπως έτσι ο Fink (ή οι Fink, ανάλογα με τα γούστα) παραδίδουν μια δουλειά που δεν θα ξενίσει/απογοητεύσει τους ήδη οπαδούς, αλλά θα προβληματίσει τους πιο απαιτητικούς ακροατές. Ως σύνολο, το Hard Believer περιλαμβάνει μέρη εμφανώς αχρείαστα ή περιττά και είναι τελικά η δύναμη των αξιοπρόσεκτων στιγμών που καταφέρνει να γυρίσει την κατάσταση υπέρ του, μιας και μιλάμε για συνθέσεις ικανές να βρουν πολλές φορές τον δρόμο προς τα ηχεία μας. Ειδικά εκείνες τις «δύσκολες» βραδινές ώρες, με τα αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα...
 

{youtube}qoWRs7lXtYE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured