«Πέτρα που κυλάει, ποτέ δεν χορταριάζει», λέει το παλιό ρητό. Και αν μ’ αυτό το «κυλάει» εννοούμε τη διαρκή αναζήτηση, τη με κάθε τρόπο αποφυγή του εφησυχασμού, τότε ταιριάζει μια χαρά στην περίπτωση του Ινδοαμερικανού πιανίστα Vijay Iyer. Δεν χρειάζεται άλλωστε να επεκταθούμε ιδιαίτερα στην ήδη πλούσια δισκογραφία του για να «πιστοποιήσουμε» κάτι τέτοιο. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο σχολιάζαμε το τρίτο μέρος της συνεργασίας του με τον Mike Ladd (δες εδώ), επισημαίνοντας την ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη πρόσμιξη της τζαζ με το χιπ χοπ –άρα και την αποστασιοποίηση από τα δεδομένα και τις κατακτήσεις του πιανιστικού τρίο, με το οποίο ο Iyer έχει κερδίσει την (απολύτως δικαιολογημένη) εύνοια κοινού και κριτικών. 
 
Γίνεται λοιπόν φανερό από το έργο του ότι αρέσκεται στις καλλιτεχνικές προκλήσεις, στο να αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας πρότζεκτ που ξεπερνούν κατά πολύ τις «τυπικές αρμοδιότητες» ενός τζαζ πιανίστα. Και το Mutations είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, δεδομένου ότι ο Iyer γράφει μεν για πιάνο και ηλεκτρονικά, δίνει όμως πιο κεντρικό ρόλο σε ένα κουαρτέτο εγχόρδων, αγγίζοντας ίσως περισσότερο τον χώρο της κλασικής, παρά αυτόν της τζαζ –παρεμπιπτόντως, τούτη είναι και η πρώτη του κυκλοφορία ως leader στην ECM. Μια λεπτομέρεια έχει δε το ενδιαφέρον της: τις εγκύκλιες μουσικές σπουδές του ο Iyer δεν τις έκανε στο πιάνο (στο οποίο είναι κατά βάση αυτοδίδακτος), αλλά στο βιολί, λαμβάνοντας μια 15ετή κλασική παιδεία κατά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. 
 
Μιλάμε επομένως για μια πτυχή του μουσικού του εαυτού, η οποία δεν δημιουργείται με/για τη σύλληψη του Mutations, απλώς φανερώνεται με/από εκείνη. Στην ουσία για ένα χρονικό συνεχές, στο οποίο η κλασική παιδεία και η γνώση του στο βιολί συναντούν την οξύνοια και την ευρυμάθεια που με αυξητική ακρίβεια τον χαρακτηρίζει ως πιανίστα και ως συνθέτη τα τελευταία περίπου 20 χρόνια. Ίσως ως ισχυρότερη απόδειξη αυτού του συνεχούς, στέκει το γεγονός ότι ο δίσκος ξεκινά με το σόλο πιάνο του “Spellbound And Sacrosanct, Cowrie Shells And The Shimmering Sea” –μιας σύνθεσης δηλαδή που πρωτοακούστηκε στο δισκογραφικό ντεμπούτο του Iyer (Memorophilia, 1995), σε μία εκδοχή για πιάνο, μπάσο και τύμπανα· δίχως τούτη η παράθεση να ηχεί ως παραφωνία σε σχέση με ό,τι επακολουθεί. Άλλωστε και το ίδιο το κέντρο του δίσκου (η 10μερής σουίτα “Mutations”) γράφτηκε επίσης το 2005 και έκτοτε μεταλλάσσεται διαρκώς, «δουλεύοντας με τις ίδιες νότες, αλλά σπρώχνοντας το real time στοιχείο όλο και περισσότερο», όπως το θέτει ο ίδιος ο συνθέτης. 
 
Στο “Mutations VII: Kernel”, αυτό το real time στοιχείο αποκτά την πιο εύγλωττη αναπαράστασή του, με τον Iyer να προσκαλεί με το πιάνο του το κουαρτέτο εγχόρδων σ’ έναν συλλογικό αυτοσχεδιασμό, όπου προφέρονται ή παραφράζονται κατά το δοκούν θέματα που ακούγονται στην υπόλοιπη σουίτα. Αλλά και γενικότερα, ενώ ο δίσκος προφανώς κινείται στη βάση ενός γερά δομημένου μουσικού κειμένου, ο Iyer επιχειρεί να σπρώξει τους μουσικούς του προς την «ενεργή» ερμηνεία, αντί προς μία περισσότερο απρόσωπη απόδοση. 
 
Βρίσκουμε έτσι το Mutations να κινείται σ’ ένα μεταίχμιο μεταξύ σταθερών μελωδικών κέντρων και μιας περισσότερο ρέουσας μελωδικότητας, μεταξύ γόνιμων αντιθέσεων και σχεδόν λυτρωτικών συμπλεύσεων. Διακατέχεται επίσης από την σταθερά αξιοπρόσεκτη (σε μεγάλο μέρος της πορείας του Iyer) χρήση των χρονικών αξιών, καθώς και από έναν ιδιαίτερα λεπτό ρομαντισμό· από έναν λυρισμό ο οποίος δεν ψάχνει προκαλύψεις μεγαλείου, αλλά λάμπει περισσότερο στις ρωγμές και στις (αρκετές) συναισθηματικές διακυμάνσεις. Και είναι πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσε να σταθεί κανείς μέσα στα 45 σχεδόν λεπτά της σουίτας: στην οξύτητα λ.χ. με την οποία τα 4 έγχορδα διαβάλλουν το μινιμαλιστικό ηχητικό πεδίο του “Mutations V: Automata” ή στο πώς το τζαζ πιάνο συνδιαλέγεται με το κουαρτέτο στο “Mutations IV: Chain”. Και οι τρεις σόλο συνθέσεις όμως που τη συνοδεύουν δεν είναι μικρότερης σημασίας. Ακούστε το “Vuln, Part 2”, στο οποίο ο Iyer προσεγγίζει με εξαιρετική οξυδέρκεια αυτή τη λογική «διαχείρισης των κενών χώρων», φτιάχνοντας με πιάνο και ηλεκτρονικά μια σύνθεση που είναι την ίδια στιγμή συναισθηματικά μεστή, μα και απολύτως μετέωρη. 
 
Δεν αποδεικνύεται με το Mutations ότι ο Vijay Iyer είναι ένας από τους πιο ιδιοφυείς μουσικούς της γενιάς του –με τον ίδιο τρόπο που δεν χρήζει απόδειξης κάτι ήδη αποδεδειγμένο. «Απλώς» συνεχίζει να ξετυλίγει μια συναρπαστική καριέρα, η οποία έχει ακόμα να δώσει πολλά. 
 

{youtube}MFSC2el1EOQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured