Οι μεγάλοι μύθοι καταναλώνονται με βουλιμία, ιδίως από μια ψηφιακή αγορά διατεθειμένη να καταβροχθίσει οτιδήποτε. Αλλά οι σχέσεις ζωής δεν αγοράζονται: ανανεώνονται ανά τακτά βινυλιακά διαστήματα και ενίοτε δοκιμάζονται· ιδίως από ακροατές που ενδιαφέρονται για τη μουσική και μόνο, και δεν αντιδρούν ενστικτωδώς στο επιθετικό promo. Οι U2 δεν έχουν το δικαίωμα επιλογής της αποδοχής ή της αποποίησης του τίτλου του «μεγαλύτερου συγκροτήματος». Απλώς συνεχίζουν, αυτόφωτοι, να διαχέουν την ακτινοβολία τους κατά βούληση –από τη μέρα που πήραν στα χέρια τους τη θεσμοθετημένη υπόθεση ροκ και τη φωταγώγησαν με στόμφο και φιλοδοξία, μέχρι σήμερα. Για το νέο τους άλμπουμ, όμως, χρειάζεται μια κριτική αποφορτισμένη από τυφλούς ενθουσιασμούς και φθοροποιά μίση.
Όταν οι πιο μεγαλόστομοι σταρ αφήνουν την αρτίστικη πόζα με την οποία πασπαλίζουν τα πάντα και αναπολούν την αθωότητα, ψάχνοντας την αρχή του νήματος, τότε καλό θα ήταν όλοι να βγάλουμε τον βουβαμό και να ακουμπήσουμε με εμπιστοσύνη στο άρμα τους. Εκείνο που όρισε τη νοητή γραμμή της αέναης επανεφεύρεσής τους τα 35 τελευταία χρόνια. Αυτό που ταξίδεψε πάνω από τον γκρίζο από τις οδομαχίες ουρανό στο βόρειο Δουβλίνο (War), που ατένισε τα αχανή τοπία της αμερικάνικης ερήμου (Unforgettable Fire) και τα μοναχικά δέντρα της (Joshua Tree) και θαμπώθηκε από τα εμβλήματα της americana (Rattle And Hum), που γοητεύτηκε από τον multimedia ηδονισμό μιας τηλεοπτικής new age εποχής (Achtung Baby), που αγκάλιασε το «meta-» χορεύοντας με belly dancers (Zooropa) και βεβήλωσε παραληρηματικά τις ντισκομπάλες (Pop).
Οι U2 ξόρκισαν το αγέλαστο, μεσσιανικό σύμπλεγμα το οποίο τους βασάνιζε κατά τα 1980s, μέσω της ειρωνείας και του πειραματισμού των 1990s, πριν ξοδέψουν τα τελευταία 15 χρόνια προσπαθώντας να ράψουν τις πληγές τους (άσχετα αν δεν χρειάζονταν επούλωση, κατά τη γνώμη μου) και ψάχνοντας τη σωτήρια, συνειδητοποιημένη ποπ μελωδία που θα τους κρατούσε στην επικαιρότητα. Είτε με μεθόδους τεχνοκρατικού ροκ σταδίων για να γλιτώσουν από τη λίγκα των δεινοσαύρων (All That You Can’t Leave Behind), είτε με καλοσχεδιασμένες συλλογές ανθεμικών single (How To Dismantle An Atomic Bomb), είτε βρίσκοντας σανατόριο στη φιγούρα του «πνευματικού» Brian Eno, ο οποίος και «μόρφωσε» μέσα στα χρόνια τη μπάντα (No Line On The Horizon).
Όσες περσόνες όμως και να φόρεσαν κατάσαρκα, οι U2 φαίνεται φέτος να «βρήκαν αυτό που ψάχνουν»: είναι εκείνο που κρύβεται κάτω από την παχιά δέσμη των 11 εμπνεύσεων του Songs Of Innocence. Παραδόξως, η «αθωότητα» είναι το ζητούμενο Rosebud. Μάλλον μια ενδοσκόπηση ήταν απαραίτητη για την ισορροπία τους, σαν εφόδιο για τη μάχη με τους δαίδαλους και το writers' block της τελευταίας πενταετίας –το οποίο δεν θα τολμήσουν βέβαια να παραδεχτούν ανοιχτά. Οι ζωντανοί θρύλοι στο στόχαστρο της ψυχανάλυσης που, φερ' ειπείν οι Rolling Stones, δεν μπήκαν ποτέ (συγγνώμη, δεν βρήκα άλλο άξιο παράδειγμα να βάλω στην ίδια πρόταση); Μάλλον όχι... Η ιδέα θα φαινόταν άλλωστε άχαρη σε οποιονδήποτε ρομαντικό πιστεύει στην αξία των καθαρτικών τραυμάτων. Με το Songs Of Innocence, πάντως, η κορυφή της τροφικής αλυσίδας αποκάλυψε με τον πιο ευθύ τρόπο ότι συντρέχουν κι εκεί ζωτικοί λόγοι για ανασκολοπισμό, έστω με ωριμότητα και εξωστρέφεια.
Περί «αθωότητας» λοιπόν ο λόγος στο 13ο άλμπουμ των U2, ετοιμαστείτε όμως για την ακρόαση ενός ντεμπούτο, αρκεί πρώτα να αντιληφθείτε τον ολοκληρωμένο χαρακτήρα του. Με το εικαστικό statement του «καθαρού» αγορίστικου προσώπου στο εξώφυλλο –μια σταθερή εμμονή από την εποχή του Boy που προλείανε το έδαφος για μαζική έκφραση αργότερα– γεννιούνται 11 μικροί διάλογοι με τον ακροατή. Με θεματολογία την οποία οι Ιρλανδοί είχαν χρόνια να ακουμπήσουν, ανασύροντας εικόνες απώλειας, βίαιων δρόμων, πρωτόλειου ρομαντισμού, άγριου απογαλακτισμού και παιδικής φιλίας· σαν πολιτισμικό ντοκιμαντέρ από το Δουβλίνο του 1975. Κι ας πρόκειται για μπάντα που έχει πια τεντώσει όσο δεν πάει τα όρια των δυνατοτήτων της και που έφτασε σε κάθε πιθανό μουσικό άκρο. Είναι η χρυσή τομή νοητικής ευφυΐας και ψυχικής ευαισθησίας η οποία τους κρατάει όρθιους.
Όμως η συνθετική τους φλέβα δεν εξαντλείται· παραδόξως ανθίζει και σε υποχρεώνει να την εμπιστευτείς. Στην τέταρτη έτσι δεκαετία ζωής τους, οι U2 ακούγονται αιχμηροί, σοβαροί και επιβλητικοί, ισορροπώντας ξανά τον ακέραιο επαγγελματισμό με τις καλλιτεχνικές χίμαιρες. Τα νέα τραγούδια αποτελούν ένα σύνολο μαστορεμένο, μεστό, χωρίς καθόλου λίπος, που προκαλεί πειθαρχημένη διέγερση προς κάθε δυνητικό ακροατή. Ο «bigger than life» ναρκισσισμός για τον οποίον έχουν κατηγορηθεί, σωριάζεται κατάκοπος μετά από μονομαχία με την τρυφερή νοσταλγία.
Κάπως έτσι, μια παγοθραυστική αύρα διαπερνάει ολόκληρο το Songs Of Innocence: από τα εισαγωγικά, tribal φωνητικά του "The Miracle (Of Joey Ramone)" που πραγματεύονται την εφηβική αφύπνιση στον συναγερμό του πρώιμου πανκ, μέχρι το φινάλε της έμψυχης μελωδικότητας του "Troubles", το οποίο σκιαγραφεί την ενδοοικογενειακή βία με τη Lykke Li στον ρόλο της χαϊδεμένης μούσας. Από το ντελικάτο intro του "Every Breaking Wave" που προκαλεί νιοστές επαναλήψεις ισορροπώντας την πριονωτή αιχμή και το απαλό χάδι, μέχρι το παλιρροιακό "This Is Where You Can Reach Me Now", στο οποίο αναπαριστάται η εποχή όταν μια κραυγή του «στρατιώτη» Joe Strummer αποτελούσε γεγονός.
Οι U2 δεν εγκαταλείπουν βέβαια την εμμονή στο ψυχόδραμα. Αυτό κυριαρχεί στο "Cedarwood Road", μια πανοραμική περιήγηση στον μικρόκοσμο μιας γειτονιάς του Δουβλίνου και στη γέννηση μιας αντρικής φιλίας («A heart that is broken is a heart that is open»). Βρίσκεται επίσης στα ανιχνευτικά synths του "Sleep Like Α Baby Tonight", όπου αναβλύζουν οι χυμοί ενός art/new wave που θα ζήλευε η νεοϋορκέζικη ιντελιγκέτσια, κάνοντας γοητευτικό το σκοτεινό αδιέξοδο των στίχων. Αλλά και στο "Raised By Wolves", όπου όλο το ρεύμα ιρλανδικής συνείδησης βομβαρδίζεται στον αγώνα με τον IRA, με απόηχους μιας «Ματωμένης Κυριακής».
Το τελευταίο διαθέτει μάλιστα στίχους όπως «Pace down on a broken street, there’s a man on the corner in a pool of misery», με τον Bono να βρίσκεται στα πιο Dylanesque του, τραγουδώντας σαν να ανακαλύπτει ξανά τα εκφραστικά του μέσα και χρησιμοποιώντας το εκτόπισμά του μόνο εκεί όπου οι απαιτήσεις τον υποχρεώνουν. Πρώτη φορά ξεφεύγει τόσο λίγο από τη θέση του στο οργανικό σύνολο του γκρουπ, ξεχνώντας τη αφασία του λομπίστα στην οποία τον έριξε η εικόνα του inspirational ομιλητή. Εδώ, αντίθετα, επιχειρεί την αναδίπλωση ενός frontman που παραεκτέθηκε στους προβολείς –πάντα ασφαλώς με την έμφυτη τάση του να υπερθεματίζει και πάντα ανυπόκριτα ερωτευμένος με την ιδέα των συναισθημάτων την ίδια στιγμή. Προσέξτε λ.χ. στο πιο προσωπικό του τραγούδι, το "Iris", τη δακρυσμένη τρυφερότητα με την οποία εκφέρει το όνομα της εκλιπούσας μητέρας του στο ρεφρέν (στην παράδοση του “Julia” του Lennon), με τρόπο ώστε να τρυπάει τον αδιαπέραστο new wave ήχο τον οποίον φτιάχνουν τα κρουστά του Larry Mullen Jr. και το μπάσο του Adam Clayton, που συντονίζονται με ωρολογιακή ακρίβεια. Ακόμα περισσότερο, στο εξαιρετικό "Volcano" μας χαρίζει τα καλύτερα φωνητικά του εδώ και πολλά χρόνια (ακούστε πώς προφέρει το “Ohhh-Vol-CA-nooo”), ανασύροντας κεφάλαια από τη glam εποποιία που πολύ θα ήθελαν να ήξεραν οι νεότερες γενιές, αλλά βαριούνται να ερευνήσουν.
Όπως το πύρινο "Volcano", έτσι και η μελοποιημένη φαντασίωση του "California", αλλά και η (απαραίτητη) πληθωρική μπαλάντα "Song For Someone" η οποία γράφτηκε για να θρέψει κεραυνοβόλα ειδύλλια, προσφέρουν απλόχερα το δώρο των ευκολομνημόνευτων ρεφρέν, που ζητούν μεγαλειώδη rhythm section για να ευοδωθούν στα πλήθη. Εκεί κουμπώνει και το πολυμήχανο πνεύμα του Edge, που κλιμακώνει τις ιδέες του μέσα από ένα ηχητικό οπλοστάσιο, στοχεύοντας στη γενικότερη διεύρυνση του κιθαριστικού ήχου. Μέσα δηλαδή από ένα πρίσμα επιστημονικό και πειραματικό –παρά αυτούσια καλλιτεχνικό– ο Edge πραγματοποιεί ένα μαεστρικό σλάλομ στις ψυχικές διακυμάνσεις των μελωδιών· με πλήρες μάλιστα δειγματολόγιο από κιθαριστικά μοτίβα, τα οποία βγάζουν σπινθήρες στα πάνοπλα στούντιο χάρη στην εφευρετικότητα ενός εύστροφου μυαλού.
Κάποιοι θα σταθούν στο φιλοκερδές attitude του αειθαλούς κουαρτέτου, άλλοι στο ότι ξαναβρήκαν το knack τους μιλώντας για προσωπικά φαντάσματα και τη μνήμη. Το 2014 βρήκε πάντως τους U2 κατατρεγμένους από τη σφοδρότητα των υπερβολικών προσδοκιών και των ψευτοκριτικών που καραδοκούν στα σκοτάδια σαν sniper, αυτών που ψοφούν για αποδόμηση. Ευτυχώς οι U2 ήταν και θα είναι πάντα εξυπνότεροι των συνθηκών και «κατέβηκαν» έτσι στη νυν επικαιρότητα με ένα αλάνθαστο επιτελείο παραγωγών (Danger Mouse, Paul Epworth, Flood κ.ά.). Κι ενώ τους τριγυρίζουν οι παγίδες της αγκύλωσης στο μεσόκοπο ροκ, απαντούν θαρραλέα με το πιο βιωματικό άλμπουμ που έγραψαν εδώ και πολύ καιρό.
Οπότε κι εγώ τους οφείλω ένα βιωματικό τέλος σε αυτό το κείμενο. Οι U2 ήταν και θα παραμείνουν το «δωμάτιο πανικού» μου. Τους αγαπώ βαθιά και είμαι ευγνώμων μπροστά σ' αυτή τη νέα τους μεταμόρφωση, στην οποία νιώθουν φύλακες-ακρίτες της αγνότητας και κρατιούνται απ’ αυτήν την ιδέα με την ικετευτική προστατευτικότητα με την οποία ο Larry αγκαλιάζει τον γιο του στο εξώφυλλο του Songs Of Innocence. Τη βρίσκω μια πολύτιμη ιδέα, αν βέβαια η αθωότητα συνεχίζει να σημαίνει κάτι στις μέρες μας.
{youtube}GtkJkCMKBQw{/youtube}