Μισοσβησμένος μέσα στις χιλιετίες, ένας άξονας ενώνει τους σιδηρόφραχτους ήρωες της Ιλιάδας με τη στρατιωτική αριστοκρατία του Game Of Thrones. Με πληθώρα βέβαια ενδιάμεσων σταθμών, όλων αποτυπωμένων ανεξίτηλα στην ανθρώπινη φαντασία: ο Αρθούρος και το μαγικό του Εξκάλιμπερ, ο καταραμένος αυτοκράτορας Έλρικ, το ανήμερο ξίφος του Κόναν του Κιμμέριου, όσοι πολέμησαν για τη σωτηρία της Μέσης Γης στις σελίδες του Τόλκιν, εκείνοι που πρωταγωνίστησαν στις Ιστορίες Με Βάρβαρους Ήρωες που μπορεί να διαβάσατε (και να ξαναδιαβάσετε) οι παλιότεροι σε βιβλίο τσέπης Ωρόρα. Παρά τα ειρωνικά μειδιάματα με τα οποία γίνεται συνήθως δεκτή ή τα αφ' υψηλού σχόλια περί «εφηβικών αναγνωσμάτων», η sword & sorcery λογοτεχνία δεν παύει να συγκινεί στο διάβα των αιώνων.
Το χάρτινο αυτό Βασίλειο του Ατσαλιού το ονειρεύτηκαν κατά καιρούς αρκετοί από όσους καταπιάστηκαν με το χέβι μέταλ, από τότε τουλάχιστον που ο Ronnie James Dio άπλωσε τον μαγικοθρησκευτικό μανδύα των στίχων του πάνω στο σκληρό ροκ. Και παρότι ολόκληρο το οικοδόμημα του παραδοσιακού μέταλ μπορεί να χωρέσει στην «έπος μαζί και οδυρμός» περιγραφή την οποία του έδωσε κάποτε ο Αργύρης Ζήλος, για ορισμένες μπάντες το έπος είχε πάντα πιο μεγάλες διαστάσεις –μαζί ασφαλώς και ο οδυρμός.
Για τους Manowar των φανταστικών πρώτων δίσκων, για παράδειγμα, στους οποίους τόσο εμφανώς παραπέμπουν οι φετινοί Accept· κι ας μην τους αναφέρουν στην καταιγιστική παράθεση της «πολεμικής» τους γενεαλογίας, στο "Dying Breed". Αλλά αυτά τα βροντερά χωρωδιακά που αποδίδουν τα ρεφρέν σε call-and-response αντίστιξη με τα φωνητικά του Mark Tornillo, πότε θρηνώντας για την πτώση κραταιών αυτοκρατοριών ("Fall Of The Empire", απόλυτη περιγραφή του τι εννοούμε «έπος μαζί και οδυρμός») και πότε παιανίζοντας για αφηνιασμένα ποδοβολητά ("Stampede") ή για ήρωες που θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ("From The Ashes We'll Rise"), έλκουν την καταγωγή τους από τις λαμπερές μανογουορικές αναπαραστάσεις της κλαγγής των όπλων και από τις δικές τους διηγήσεις για βασιλιάδες πολύ περασμένων χρόνων, που πέθαναν γονατίζοντας μονάχα στους θεούς.
Λυσσασμένο, επιθετικό, ανδρικό με μια ωμότητα που δεν σηκώνουν πια τα εκλεπτυσμένα αγορίστικα ήθη του 21ου αιώνα, το μεταλλικό ροκ εν ρολ των Accept επιμένει λοιπόν να «live and die by the sword». Να ζει είπα; Διορθώστε, παρακαλώ: να ζει και να βασιλεύει (και το σπαθί στη θέση του)· φτύνοντας στα μούτρα όσους εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας από το #35 των αφιλόξενων για τέτοιους ήχους Η.Π.Α., από το #21 στην πάντα σημαντική για το μέταλ Ιαπωνία και βέβαια από το #1 της πατρίδας. Τέτοια επιτυχία δεν είχαν ποτέ ως τώρα γνωρίσει οι Γερμαναράδες από το Σόλινγκεν. Και είναι ίσως ειρωνικό ότι τα καταφέρνουν χωρίς τον αυθεντικό τους τραγουδιστή (ο Udo πρέπει να έχει πέσει στα υπογλώσσια) και δίχως να αλλάξουν το οτιδήποτε στον κατ' αυτούς «κανόνα», τη στιγμή μάλιστα που ένα από τα πιο επιφανή γκρουπ του σύγχρονου μέταλ –οι Mastodon– το γυρνάει στο heavy rock για να διατηρήσει/αυγατίσει την παρουσία του στα αμερικάνικα charts.
Ένα μεγάλο πρόβλημα των Mastodon –μα και άλλων ωραίων συγκροτημάτων της συνομοταξίας– είναι πως δεν κατάφεραν να χτίσουν καμία αίσθηση κοινότητας με τη μουσική τους. Πολλοί μάλιστα στραβώνουν αν πεις ότι παίζουν μέταλ και σε αρχίζουν στα περιφραστικά («σύγχρονος σκληρός ήχος») ή σε κάτι ανοησίες για post-metal. Είναι βέβαια μια μπάντα της εποχής, όπου (υποτίθεται) δεν παίζουν πια κοινότητες στο ροκ και ο κόσμος ακούει χίλια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση εξαρτάται ίσως περισσότερο από το αν θα τους αγκαλιάσουν τελικά οι οπαδοί λ.χ. των Interpol, ως ένα εξωτικό σκληρόδερμο φρούτο. Οι Accept, από την άλλη, υπερασπίζονται μια ντεμοντέ άποψη· τα τραγούδια τους επικαλούνται τα ιδανικά μιας περιφραγμένης ομάδας: εκφράζουν τον κόσμο ενός σκληρού, παραδοσιακού άντρα σε μια μεταιχμιακή, δυσνόητη εποχή, απέναντι στην εντροπία της οποίας (θεωρεί πως) καλείται να σταθεί με μια παλαιού τύπου ανδρεία και μπέσα, αν θέλει να τη βγάλει καθαρή. Η πρωτοφανής λοιπόν επιτυχία θα πρέπει να λειτουργήσει προειδοποιητικά –η φάση δεν είναι όσο εκτός μόδας παρουσιάζεται σε έναν διεθνή μουσικό τύπο κυριαρχούμενο από γραφιάδες που ακούν indie pop/rock με ολίγην «μαύρη» ζάχαρη και μερικά indie-friendly ηλεκτρονικά. Από γραφιάδες, δηλαδή, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας.
Όμως ας μη χανόμαστε στις αναλύσεις. Το Blind Rage έρχεται παραφουσκωμένο με τραγούδια εκρηκτικής δύναμης, σφυρηλατημένα με ό,τι μπορεί να έχει κάνει κάποιους να αποκτήσουν σχέση ζωής με τους Accept ή γενικότερα με τη χέβι μέταλ κουλτούρα. Είναι δίσκος που διατηρεί ατόφια τη φορτηγατζίδικη μαγκιά του Blood Of The Nations του 2009 (δες κριτική εδώ), ενώ τηρεί διακριτικές μα διακριτές αποστάσεις από τον ανερμάτιστο, τεμπέλικο μανιερισμό του Stalingrad: Brothers In Death του 2012 (κριτική εδώ). Παρά μάλιστα την αίσθηση ενός φρικαρισμένου ταύρου αμολημένου σε υαλοπωλείο, η εκρηκτική δύναμη των Γερμανών υπακούει σε μια σοφή και πολύτιμη αίσθηση μέτρου. Στα πλαίσια της οποίας και τα κιθαροσολίδια ακονίζονται και πάλι στο αμόνι της (rock)radio-friendly μελωδίας ("Dark Side Of My Heart", "Trail Of Tears"), αλλά και ο τυφώνας Tornillo αφήνεται με αρκετό χώρο στη διάθεσή του, ώστε να σαρώσει γέφυρες και ρεφρέν.
{youtube}UbqShYN4lNU{/youtube}