Υπάρχουν περιπτώσεις καλλιτεχνών που προκαλούν μεγαλύτερο θαυμασμό με τις επιλογές, τη στάση ζωής και την αξιοπρέπειά τους, παρά με το έργο τους. Ο Robert Plant για παράδειγμα, ο οποίος στα 66 του χρόνια είναι πιο φρέσκος και ώριμος από ποτέ: τόσο αποστασιοποιημένος από τα ποικιλόμορφα hypes, τόσο θετικός και μακριά από τη σκόνη της στείρας παλαιοντολογίας.
Αφού ανασκεύασε τα μπλουζ από τις ρίζες τους και τους έριξε χαρντ ροκ πανωφόρι ανοίγοντας μια τρύπα στη μουσική στρατόσφαιρα του ροκ των 1970s που δεν θα τολμούσαν να ονειρευτούν οι ομογάλακτοί του, αποδομεί και επαναπροσδιορίζει τα δικά του κανάλια έκφρασης με κάθε άλμπουμ που κυκλοφορεί κατά τα τελευταία 15 χρόνια –παίρνει από αυτά αμπάριζα για να τραβήξει προς τα εμπρός. Δεν παριστάνει ποτέ ότι ξαναζεί τη νιότη και δεν κάνει ποτέ «come back». Το πάθος είναι ο μόνος σπινθήρας έμπνευσης που αναδύεται και κάνει τη μουσική του φλογερή. Όχι μόνο δηλαδή δεν αναμασά την εικόνα και το φορτίο του παρελθόντος με πρακτικές νοσταλγίας, αλλά μοιάζει να κουράρεται από τα ταξίδια της μουσικής του, πασχίζοντας να αποτινάξει τη βαριά κληρονομιά του χθες και να αρχίσει από την αρχή.
Δεν του πάνε πια τα μεγάλα μεγέθη και οι σπαταλημένοι κραδασμοί του Robert Plant. Προτιμάει το «μικρό»· του αρέσει να «αφαιρεί». Επιλέγει να μη γυαλίσει τα γαλόνια του ώστε να παρελάσει με αυτά σαν «χρυσός θεός» σε ένα ζεπελινικό reunion για αλαφιασμένα πλήθη καραφλοχαίτης, αλλά να τα αφήσει στο ράφι (ή μήπως στο πατάρι;), λέγοντας όχι σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ακόμα και το όνομα της μπάντας ανανεώνεται σε κάθε νέο δίσκο –μέρος της εμμονής του Plant να γίνονται όλα από την αρχή. Φέτος λοιπόν το συγκρότημα ονομάζεται Sensational Space Shifters και στο άλμπουμ Lullaby And... The Ceaseless Roar ερευνά με επιμονή και ζήλο την ποικιλόμορφη παρορμητικότητα μιας νέας απόπειρας.
Υπάρχει μια χαλύβδυνα σμιλεμένη άποψη εδώ. Το άλμπουμ διαθέτει ήχο ευδιάκριτο και προσωπικό, με μια κατασταλαγμένη κλασικότητα στο ύφος του. Ο ίδιος ο Plant τραγουδάει με πλήρη στυλιστική συναίσθηση και με την αδιαπραγμάτευτη συνέπεια ενός κλασικοποιημένου δημιουργού. Ερμηνεύει με την καρδιά του ψυχεδελικά folk κομμάτια χωρίς να μπαίνει ούτε μια στιγμή στα ρούχα του «χρυσού frontman» που γαμεί το σύμπαν με μια κραυγή. Γράφει απλά, όμορφα τραγούδια, τα οποία δεν γνωρίζουν εποχές, όρια και συρμούς. Παραχωρεί τη σκηνή στους μουσικούς του, δεν τη δαμάζει. Και αυτή η ΦΩΝΗ... Ακούστε τη στα χαμηλότονα «aaaahhhhh» του "Rainbow": γίνεται όλο και πιο εκφραστική, με αίσθηση της βαρύτητας και με εικονοπλαστική τρυφερότητα.
Ο Plant επιμένει με κάθε δίσκο να δοκιμάζεται μπροστά σε ένα μικρό, αλλά πιστό κοινό. Να εκτίθεται σε ανθρώπους που «ακούνε» και που δεν «παραληρούν». Που ταξιδεύουν στη μουσική του και δεν έχουν παραγγελιές από τον δαφνοστεφανωμένο κατάλογο των Zep. Προτιμά να χάνεται στα folk και ethnic φεστιβάλ με μουσικούς από το Μαρόκο για τις ρυθμικές του εφεδρείες. Να επισκέπτεται μουσικά τα μέρη όπου οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες ξεπηδούν σαν πίδακες: τις φυτείες του Μισισιπή, την έρημο της Αφρικής ή την απεραντοσύνη η οποία κυκλώνει τα Απαλάχια όρη. Δυστυχώς για τους πιουρίστες, αν τα «σφυριά των Θεών» κοπανάνε ακόμα, μόνο ηχορρύπανση μπορούν να του προκαλέσουν.
Βαθιά υπόκλιση…
{youtube}W3h7KdJKEIM{/youtube}