Toν περασμένο Ιούλιο, μερικές εβδομάδες μετά την εμφάνιση των Behemoth στην Αθήνα, Πολωνός συνάδελφος με ρωτούσε για ποιον λόγο ανέλαβα με δική μου πρωτοβουλία να κάνω κριτική στο Satanist, μιας και (όπως είχε καταλάβει) ανεξαρτήτως της γενικότερης ενασχόλησής μου με το μέταλ, οι συμπατριώτες του δεν ανήκουν στις ηχητικές μου προτεραιότητες. Η απάντηση διαθέτει περισσότερες από μία λωρίδες κυκλοφορίας. Χρησιμοποιώ μάλιστα αυτήν τη φράση γιατί, όπως σε κάθε δίσκο που παρουσιάζει ενδιαφέρον, ποτέ δεν τραβάς εξ αρχής σε μία κατεύθυνση· πας κι έρχεσαι πάνω-κάτω.
Μιλάμε άλλωστε εδώ για μια μπάντα με συνολική οπτική. Προσέξτε λ.χ. την ηχητική δυναμική (συλλαβική μα και εννοιολογική) του ονόματός τους. Ή τις αμφιέσεις τους! Διότι ξέφυγαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο από το μεταλλικό πρότυπο του αμάνικου τισερτάκια ή του χριστιανοσπάστη με τις πρόκες από τη νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία σε κωμόπολη βορειοανατολικά του Όσλο· κι έφτιαξαν ένα επιβλητικό βεστιάριο, με αρκετή μάλιστα προσοχή, ώστε η κάθε φουρνιά ενδυμασιών να συνδυάζεται θεματικά με τον εκάστοτε δίσκο, ανανεώνοντας έτσι το ενδιαφέρον του κοινού και σε οπτικό επίπεδο. Επίσης –αντίθετα με ό,τι μπορεί να γίνεται αντιληπτό σε μια πρώτη ματιά ή κρίνοντας κι από αυτό το Satanist στον τίτλο του φετινού δίσκου– οι Πολωνοί προτάσσουν μια καθαρόαιμη κοσμική αντιπαλότητα. Είναι δηλαδή αντιΚαθολικιστές, όχι αποκρυφιστές, κάτι που εκφράζουν μιλώντας με έναν τρόπο ο οποίος συστεγάζει την κλασική μπλακιά του μέταλ είδους που υπηρετούν, με την αντήχηση της ιστορίας της χώρας τους. Η Πολωνία παραμένει άλλωστε χώρα όπου, ακόμα και στις μέρες μας, ο Καθολικισμός παίζει ενεργότατο ρόλο στην καθημερινότητα, επιβάλλοντας συντεταγμένες οι οποίες τη χρωματίζουν θεσμικά μα και πραγματιστικά.
Περισσότερο όμως από το να επιβεβαιώνει απλώς τα παραπάνω, το φετινό Μπεχεμόθιον πόνημα αποτελεί τη μεγαλύτερη ζαριά που έχουν μέχρι σήμερα ρίξει. Γιατί ο Σατανιστής είναι ίσως ό,τι πιο «ποπ» μπορεί να φτιάξει ο Nergal –η κεντρική φιγούρα της μπάντας δηλαδή, τραγουδιστής και βασικός συνθέτης/στιχουργός. Το μαλακό mastering εξαφανίζει τις παλαιές οξείες γωνίες του σκαληνού μεταλλικού τριγώνου των Πολωνών, ενώ η μίξη είναι πανέμορφη: δεν χρειάζεται να καταλαβαίνετε από τέτοιους όρους, ακούστε απλά πώς ηχεί η φωνή του Nergal και πώς, πίσω της, ξεπροβάλλει μια ερεβώδης ομίχλη οργάνων, ευφυώς στοιχειοθετημένη ώστε να δίνει την εντύπωση μιας επελαύνουσας χαοτικής θύελλας. Δεν είναι πούλπα για αυτιστικούς 19χρονους μπλακάδες μια τέτοια λογική περί ήχου, μα κάτι ικανό να κάνει ακόμα και προγκρεσιβάδες να γυρίσουν το κεφάλι με απορία.
Όχι, δεν ισχυρίζομαι πως το Satanist είναι δίσκος που θα τον βάλεις να παίζει με τον πρωινό σου καφέ. Θα σε κερδίσει όμως το απόγευμα, χάρη κυρίως στην υπόσταση του υλικού του και στον γενικότερό του σχεδιασμό. Οι κιθάρες του έχουν πάθει Opeth (υγιής νόσος, κάνει τις σάπιες κιθαριές να αναδεικνύουν 1970s επιρροές χωρίς να εγκαταλείπουν τον ωραίο, παχύ ήχο του σήμερα), ενώ πέρα από το σφυροκόπημα προβάλλει εντονότερα τώρα ένα πιο ambient στοιχείο, κάνοντάς σε να σκεφτείς πως ο Nergal θα ήθελε ίσως να κλέψει τις παρτιτούρες του Brendan Perry –αν και πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να τιθασευτεί η αυθεντική οργή αυτού του τύπου. Ακούστε επίσης το "Blow Your Trumpets Gabriel": παρά το σχεδόν sludge ριφ, δεν αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κατάθεση για το πώς μπορεί ν' ακούγονταν οι Waterboys, αν ήταν μπλακμεταλλάδες;
Αυτά είπα στον συνάδελφο από την Πολωνία, τον εξαιρετικό μουσικό δημοσιογράφο Jan Blaszczak. Ο οποίος, κουνώντας με νόημα το κεφάλι, μου απάντησε (στα αγγλικά, βέβαια) «Unbelievable! This guy made it against all odds. Think about it, before 20 years many people in Poland were making fun of him». Υποθέτω αγαπητέ Jan ότι έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους, πλέον...
{youtube}6qNW7yRsqAM{/youtube}