Ενώ καθόμουν στην καρέκλα μου για να γράψω την κριτική στο νέο άλμπουμ του Common, μου ήρθε στο μυαλό το εξής: πόσοι αλήθεια από τη χιπ χοπ σκηνή κουβαλάνε βιογραφικό σαν και το δικό του; Διότι μπορεί το ευρύ κοινό να τον γνώρισε πρώτα ως ηθοποιό και από το 2005 και μετά ως μουσικό –με το Be (το χιπ χοπ βέβαια κοινό τον είχε ήδη αγαπήσει με το Resurrection το 1994)– αλλά μιλάμε για έναν ράπερ ο οποίος δραστηριοποιείται από το 1992. Εντάξει, το Can I Borrow A Dollar? εκείνης της χρονιάς δεν ήταν και η δυνατότερη στιγμή του, αλλά οι μετέπειτα κυκλοφορίες περιέχουν σχεδόν όλα όσα κουβαλάνε μαζί τους τα βαριά καλλιτεχνικά χαρτιά κάθε μουσικού είδους: αδιαμφισβήτητα underground classics, πετυχημένα εμπορικά breakthroughs, στιγμές πειραματισμού, υποτιμημένες προσπάθειες, αλλά και στραβοπατήματα. Κι όμως, 22 χρόνια μετά, ο Common όχι μόνο δεν παράτησε τη μουσική για χάρη της πετυχημένης κινηματογραφικής του πορείας, μα καταπιάνεται ακόμα με δύσκολα θέματα –λ.χ. με την εγκληματικότητα και τη βία στο Σικάγο, όπως κάνει εδώ.
Το Nobody’s Smiling ξεκινάει με γκολ από τα αποδυτήρια, καθώς το “The Neighborhood” βγαίνει θαρρείς από κλασική δισκογραφική δουλειά του καλλιτέχνη, συνδυάζοντας μια «σοουλίζουσα» εισαγωγή με λαχταριστά πνευστά, 1970s αέρα, μα κι ένα αξιολογότατο feat από τον ανερχόμενο Lil' Herb, ενώ ο ίδιος ο Common θυμίζει εποχές One Day It'll All Make Sense (1997). Μετά όμως ο δίσκος βουτάει στη μετριότητα, κάνοντας μια απόπειρα παντρέματος του στυλ του Common με εκείνο του Big Sean στο “Diamonds”: όσο άβολο ακούγεται ως περιγραφή, άλλο τόσο προκύπτει και ως τραγούδι. Η συνεργασία πάλι με την –επίκαιρη– Jhené Aiko στο "Blak Majik" πληροί τις προϋποθέσεις για κάτι το στιβαρό, αλλά τελικά δεν αφήνει τίποτα αξιομνημόνευτο. Και κάπως έτσι συνεχίζει το Nobody’s Smiling· με άσματα που δεν σου τρυπούν τα ηχητικά τύμπανα, μα δεν καταφέρνουν κιόλας να σε κάνουν να τα θυμηθείς μετά το πέρας της ακρόασης. Επί της ουσίας λοιπόν, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο ή φρέσκο ως άκουσμα.
Όταν πάντως το άλμπουμ βρίσκεται στα καλά του, πραγματικά σε κάνει να ξεχάσεις την κοιλιά κατά τη διάρκειά του. Το ευδιάθετο “Real” ηχεί λες και βγήκε από τα sessions του προπέρσινου Life Is Good του Nas, το “Kingdom” φέρνει σε παλιό καλό Kanye West παραγωγικά –με τον Vince Staples να του δίνει διαφορετικό ηχόχρωμα όταν κάνει το μπάσιμό του– ενώ το “Rewind That” συγκινεί με την εξιστόρηση της αξίας που είχε για τον Common η ισχυρή φιλία του με τον αδικοχαμένο J Dilla. Λίγο πριν το τέλος, επίσης, το “7 Deadly Sins” αναδύει μια οσμή από πρόσφατες Wu-Tang Clan απόπειρες.
Με αυτά και μ' αυτά, η τελική αποτίμηση προκύπτει μεσοβέζικη για τον 10ο δίσκο του Common, παρ' όλο που υπάρχει εδώ υλικό ικανό να χτυπήσει υψηλότερο σκαλοπάτι στη βαθμολογική κλίμακα. Επειδή όμως έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο τραγουδιών και όχι με την αξιολόγηση των πιο αξιομνημόνευτων στιγμών του δίσκου, το Nobody’s Smiling θα πρέπει να βολευτεί με ένα πλασάρισμα που ξεπερνάει μεν τη βάση, αλλά όχι και το επίπεδο του «απλά ικανοποιητικού». Όφειλε ωστόσο να είναι μια δουλειά η οποία θα ακουγόταν από την αρχή της ως το τέλος δίχως τόσο μεγάλες διακυμάνσεις.
{youtube}dO7sdc6MQVQ{/youtube}