Μπορείς να διαβάσεις (εάν κατέχεις) τις μίνι μουσικολογικές αναλύσεις του κυρίου Pallett με θέμα τα τρίλεπτα ηχητικά μυστήρια τύπου “Get Lucky”, “Teenage Dream” και “Bad Romance”. Μπορείς κι απλά να φτάσεις μέχρι τους τίτλους των κειμένων ή έστω να βολευτείς με την ύπαρξή τους ως πληροφορία. Αντί αυτών, βέβαια, μπορείς να ακροαστείς το φετινό του In Conflict αποσπασματικά ή/και εξ ολοκλήρου. Το ενδιαφέρον του πολυτάλαντου Καναδού για τους γάντζους και τα δολώματα των παγκόσμιων ποπ χιτ σε σχέση με το αυτί και την καρδιά είναι έτσι κι αλλιώς δεδομένο και πιο ζωντανό από ποτέ. Έτσι λοιπόν και επιλέξεις να ακούσεις, πέραν της τσεκαρισμένης απόλαυσης (που είναι και το ζητούμενο άλλωστε), πρόκειται να καταλάβεις κι ένα-δυο πράματα για τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζεται τα παραπάνω στα πλαίσια της καλλιτεχνικής του ύπαρξης/διαδρομής. Γεγονός που ίσως –λέω εγώ τώρα– επιτείνει την απόλαυση πέραν του ενστικτώδους, δίχως ποτέ να τη διαχωρίζει από αυτό.
Τα χώματα του προ τετραετίας Heartland ανθοφορούσαν προοδευτικά χάρη σε μικρά τελετουργικά ενορχηστρωτικής πανδαισίας. Από τα χέρια εκείνου που, έχοντας σκηνοθετήσει τα έγχορδα του κάθε πικραμένου, πειραγμένου, αναβαπτισμένου, βολεμένου ή συνταξιοδοτημένου (Robbie Williams, Arcade Fire, Holy Fuck, National, Pet Shop Boys με τυχαία σειρά), κατάφερε να φυλάξει μερικά μυστικά και για τον εαυτό του. Από την άλλη, τα πατώματα του In Conflict αναφλέγονται αυτοστιγμεί, ενώ παράλληλα μπορούν να καίνε για ώρες σε διάφορες εκδοχές έντασης και πυκνότητας. Σε επίπεδο ενορχήστρωσης όχι μόνο δεν γίνεται η παραμικρή έκπτωση, μα τα κατατεθέντα σήματα του Pallett εντάσσονται πλήρως στο πλαίσιο νέων (εξωστρεφών) ρυθμικών βάσεων, άλλης κατηγορίας χρήσης της επανάληψης και σχεδιασμού του ήχου. Τόσο που και στα credits να μην αναγραφόταν το όνομα του Brian Eno, θα έπρεπε ούτως ή άλλως να καταγραφεί εντόνως η σχετική μνεία.
Οι δε στίχοι προσαρμόζονται στη λειτουργικότητα του ποπ τραγουδιού, εκεί όπου οι φράσεις χρησιμοποιούνται στοχευμένα (και) ως ηχητικές αξίες οι οποίες βαθαίνουν το αποτύπωμα της ίδιας της μουσικής, αντί να αναζητούν με το ζόρι σωσίβια «ποιητικότητας». Προσέξτε τα στήθια του πρωταγωνιστή ως «κενή κοιλότητα», καθώς παράλληλα αδειάζει το ηχητικό περιβάλλον. Προσέξτε και την αναπροσαρμογή της θεματικής με κατεύθυνση τον ιδιωτικό βίο, που προσφέρεται στον εν δυνάμει ακροατή και πάλι με ποπ όρους, από έναν (gay) γραφιά ο οποίος μέχρι τώρα λειτουργούσε ορμώμενος από συγκεκριμένα κόνσεπτ, μεταξύ των οποίων και το Dungeons & Dragons! Παρεμπιπτόντως, η άχρηστη πληροφορία της ημέρας για όσους συνδυάζουν εξ ορισμού τα Role Playing Games φαντασίας με το μέταλ και τα σπυριά: το D&D διαθέτει LGBT (Lesbian Gay Bisexual Transgendered) friendly guild και είναι περήφανο.
Όσο για τον Owen Pallett –που, εκτός των άλλων, στέκεται και εμπρός στο μικρόφωνο– όχι μόνο τα λέει από σημείο εσωτερικών του συντεταγμένων στο οποίο με κάποιον τρόπο συνυπάρχουν τα Εγώ των Morrissey, Neil Tennant και Kate Bush· αλλά ουσιαστικά ολοκληρώνει αυτήν την εκδοχή της τέχνης του (μη ξεχνάμε και τον σινεματικό εαυτό του) πάνω στο τρίπτυχο εκκεντρικότητα, εκλεπτυσμένο φαν και κλασικισμός. Δίνοντας άθελά(;) του την απάντηση της ξεπεσμένης βρετανικής αυτοκρατορίας (της ποπ), σε Αμερικανούς και Σκανδιναβούς, έστω μέσω Καναδά.
{youtube}xdx7JymXc_A{/youtube}