MC’s most worried about their financial backin’ 
Steady packin’ a gat as if something’s gonna happen
But it doesn’t, they wind up shooting their cousin, they buggin’
 
Οι παραπάνω γραμμές προέρχονται από το τραγούδι “Step Into A World (Rapture’s Delight)” του KRS-One, απ’ τον δίσκο του I Got Next (1997), και είναι αυτές που δίνουν στο άλμπουμ των Roots (το 11o «κανονικό» –εξαιρουμένων δηλαδή συνεργασιών, λάιβ κυκλοφοριών και EP) τον παράξενο τίτλο του. Ταυτόχρονα δείχνουν στο περίπου τη θεματολογία του: το ραπ ως μέσο πλουτισμού, αλλά και ως όνειρο διαφυγής από τη σκληρή ανωνυμία των γκέτο, όνειρο για πολλούς ανεκπλήρωτο ή πάντως όχι επαρκώς εκπληρωμένο. Για την ιστορία, ο KRS-One αναφέρεται πιθανότατα στον ράπερ Slick Rick, ο οποίος όντως πυροβόλησε τον ξάδερφό του (και πρώην συνεργάτη του) το 1990.
 
Μ’ αυτή λοιπόν την αφετηριακή σκέψη, οι Roots φτιάχνουν τον εννοιολογικό άξονα γύρω από τον οποίον περιστρέφεται ο νέος τους δίσκος: μιλάνε για τα στερεότυπα με τα οποία η κοινότητα –του χιπ χοπ, αλλά και ευρύτερα των Αφροαμερικανών– αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Φτιάχνουν δηλαδή ξανά (μετά το Undun του 2011) έναν δίσκο δομημένο πάνω σε μια τόσο συγκεκριμένη ιδέα. Τότε, είχαν διαμορφώσει ολόκληρο σενάριο γύρω από έναν κεντρικό ήρωα, τον Redford Stevens, με σκηνικό τους δρόμους των γκέτο των αμερικανικών μητροπόλεων και με αντικείμενο τη διαρκή πάλη του Stevens με τους θεούς και (κυρίως) με τους δαίμονές του.
 
Εδώ, η ιστορία έχει πάλι θεούς, εννοείται πως έχει και δαίμονες, δένεται όμως με σαφώς χαλαρότερη δομή. Αντί να στηρίζεται σε μία ιστορία, με μία αρχή και ένα τέλος, η αφήγηση σπάει σε πολλές μικροαφηγήσεις, με τους χαρακτήρες να πληθαίνουν αντιστοίχως, ομοίως και με τις καταστάσεις μέσα στις οποίες δρουν. Συνεκτικό σημείο είναι βεβαίως αυτή η κοινή οπτική απ’ όπου εξετάζεται η εκάστοτε ιστορία· είναι όμως και η σατιρική διάθεση με την οποία οι Roots προσεγγίζουν το όλο θέμα: μια σάτιρα η οποία δεν έχει σκοπό να χλευάσει, αλλά περισσότερο να ασκήσει κριτική (ή και αυτοκριτική) προκειμένου να καυτηριάσει όσα θεωρεί κακώς καμωμένα.
 
Δεν είναι βέβαια καινοφανές για τους Roots να ασχολούνται με αφηγήσεις μεγαλύτερες και πιο απαιτητικές από το βασικό (και εξίσου στερεοτυπικό) μοτίβο «ένας MC που τα λέει (ή, πολύ περισσότερο, που πουλάει μούρη) πάνω από ένα μπιτ». Αντιθέτως είναι σύνηθες –και εννοείται πως μιλάμε για μια συνήθεια που δεν αποκτήθηκε ξαφνικά το 2011. Περισσότερο από σύνηθες, είναι μάλλον ο τρόπος με τον οποίον το γκρουπ απ’ τη Φιλαδέλφεια αντιλαμβάνεται την τέχνη του, αφενός ως φορέα μιας κουλτούρας ευρύτερης του χιπ χοπ και αφετέρου ως εργαλείο ενδοσκόπησης, αλλά και καυστικής κοινωνικής κριτικής. Δεν κάνουν λοιπόν κάτι παραπάνω εδώ, απ’ την άλλη όμως δεν κάνουν και τίποτα λιγότερο. 
 
Είναι επομένως ένας τυπικός Roots δίσκος το ...And Then You Shoot Your Cousin. Τόσο τυπικός, ώστε ψυλλιάζεσαι ότι περιέχει αρκετές ευκολίες (μουσικούς τρόπους δηλαδή τόσο δουλεμένους που πλέον αναπαράγονται το ίδιο εύκολα με την αναπνοή)· αλλά και τόσο Roots, ώστε κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό για να γίνει ενοχλητικό. Διότι όλα τα δυνατά τους σημεία είναι εδώ, ασχέτως αν δεν συναρμολογούνται πάντα με τον βέλτιστο τρόπο. 
 
Μιλώντας για δυνατά σημεία, θα πρέπει σίγουρα να αναφέρουμε την οξυδέρκεια του Tariq “Black Thought” Trotter και του υπόλοιπου γλωσσοπλαστικού δυναμικού των Roots (Dice Raw & Greg Porn). Επί των πλείστων αξιέπαινα και τα «τεχνικά» στοιχεία όπως το flow, οι χροιές ή ο τρόπος με τον οποίον βάζουν τον εκάστοτε χαρακτήρα που υποδύονται μέσα στην εκφορά της ρίμας. Είναι όμως η ίδια η ρίμα που κερδίζει, καταφέρνοντας να εννοήσει το αφηρημένο ενώ μιλά για κάτι (πολύ) συγκεκριμένο, που διαπερνά με το διανοητικό της μαχαίρι την κοινωνία στην οποία αναφέρεται και δια αυτής διαπερνά και το άτομο. Ίσως μια τέτοια ευστοχία να μην είναι καθολική, είναι όμως υπαρκτή και κάτι τέτοιο φτάνει. 
 
Έπειτα, θα αναφερθούμε οπωσδήποτε και στην ενάργεια με την οποία οι Roots (κυρίως δια του έτερου πυλώνα τους, του Ahmir “Questlove” Thompson), εντάσσουν στο χιπ χοπ οπλοστάσιό τους θραύσματα της υπόλοιπης μαύρης μουσικής κουλτούρας (ειδικότερα των έτερων αστικών απολήξεών της). Έχουμε λοιπόν μια στιβαρή μουσική επιτέλεση, μια εξαιρετικά πυκνή συναρμογή της σόουλ και της τζαζ με το χιπ χοπ, ενώ στην πορεία αξιοποιούνται επίσης και «εξωγενή» στοιχεία, όπως οι ενορχηστρώσεις εγχόρδων ή δάνεια από τη musique concrète. Με άλλα λόγια, η –ήδη πλήρης– πρωτότυπη μουσική των Roots μπορεί και συνυπάρχει θαυμάσια με samples παρμένα από τη Nina Simone (“Theme From The Middle Of The Night”), τη Mary Lou Williams (“The Devil”), τους Blackrock (σαμπλάρεται το “Yeah, Yeah” στο κομμάτι “Black Rock”), αλλά και απ’ τον Γάλλο πειραματιστή Michel Chion (σαμπλάρεται το “Dies Irae”, από το άλμπουμ του Requiem). 
 
Ο δίσκος είναι μικρός σε διάρκεια (μόλις που ξεπερνά το μισάωρο) και ρέει αβίαστα, επωφελούμενος και από το γεγονός ότι η εισαγωγή (“Theme From The Middle Of The Night”) και τα δύο ιντερλούδια (“The Devil” και “Dies Irae”) συνεισφέρουν εν τέλει κι αυτά στην κεντρική αφήγηση. Παράλληλα, περιέχονται ορισμένα εξαιρετικά –«τυπικά Roots»– κομμάτια (“Never”, “When The People Cheer”, “The Dark” και “The Unraveling”), ίσως και ορισμένες μικρές αστοχίες: πιο εμφανής στα αυτιά μου είναι το ρεφρέν του “Black Rock”. Συνοπτικά και εν κατακλείδι, τούτη η 11η δουλειά των Roots διατηρεί εύσχημα τα κεκτημένα μιας σπουδαίας μπάντας, παρότι δεν κάνει πολλά για να τα ενισχύσει. 
 
Κι αν ο (προσκεκλημένος τραγουδιστής) Raheem DeVaughn κλείνει την προτελευταία σύνθεση (“The Unraveling”) με τους στίχους «a man with no future», συνοψίζοντας ίσως την οπτική των Roots για την περιορισμένων προσδοκιών ζωή στα μητροπολιτικά γκέτο –ίσως δε και για το «υπαρξιακό αποτέλεσμα» της όλης ενδοσκόπησης– ο ίδιος κλείνει τον δίσκο με το αισιόδοξα ανθρώπινο neo-soul του “Tomorrow”, τραγουδώντας πως «some say that happiness will never find you / until you find yourself / some say that happiness is all around you / it ain’t how you measure your wealth». 
 

{youtube}pmeqT7YJQJg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured