Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη σφαλιάρα· τη μεγαλοπρεπή ηχητική μπούφλα που είχα δεχτεί καταπρόσωπο το 2008, όταν έβαλα να ακούσω για πρώτη φορά τον δεύτερο δίσκο των Fucked Up, The Chemistry Of Common Life. Αν μη τι άλλο, έδειχνε με εμφατικό τρόπο πως –ακόμα και στις μέρες μας– υπάρχουν (ολιγάριθμες) μπάντες στα χωράφια του hardcore punk ήχου που δεν φοβούνται να βγουν από τις γνώριμες περιοχές, αγνοώντας τις νόρμες προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά ιδιαίτερο. Μπορεί βέβαια το επόμενο άλμπουμ τους, David Comes To Life (2011), να μην συνέχισε ως προς τους πειραματισμούς, κατάφερε πάντως να σταθεί στ' αυτιά μας ως ένα σύγχρονο, πολύ δυνατό και εθιστικότατο ηχογράφημα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που και οι δύο αυτές δουλειές των Καναδών βρήκαν θέση στις λίστες με τα προσωπικά καλύτερα του έτους, έκαστο στη χρονιά του.
Οι Fucked Up έχουν πλέον αναχωρήσει για τα καλά από την ηχητική αφετηρία του hardcore: σερβίρουν απλά έναν ογκώδη, ψυχωμένο, ιδιαίτερο μα συνάμα ευδιάκριτο ροκ ήχο. Οι ενισχυτές συνεχίζουν να κινούνται σε κόκκινες περιοχές, η γραφή έχει όμως μαλακώσει, οι ταχύτητες έχουν πέσει και η αμεσότητα έχει αυξηθεί. Όχι βέβαια πως θα βρεθούν στις playlists των modern rock ραδιοσταθμών ανά τον κόσμο με το Glass Boys, ωστόσο στοχεύουν πλέον σε ένα σαφώς μεγαλύτερο ακροατήριο, πέρα από τους ιδρωμένους εφήβους που γεμίζανε τους συναυλιακούς χώρους στους οποίους παίζανε στα μέσα των '00s. Έγινε άλλωστε σαφές και από την περσινή τους εμφάνιση στη χώρα μας, όπου κατάφεραν και συγκέντρωσαν θεατές από ολόκληρο το φάσμα των μουσικών ειδών. Εξάλλου, δεν τον προσπερνάς κι εύκολα έναν performer σαν τον Pink Eyes.
Ακούγοντας πάντως τον φετινό τους δίσκο, ομολογώ πως αρχικά δεν είχα πειστεί. Δεν μπορούσα βλέπετε να αποφύγω τη σύγκριση των Γυάλινων Αγοριών με τους προκατόχους τους. Ώσπου μια μέρα αποφάσισα να τον προσεγγίσω ως δουλειά ενός ανώνυμου κιθαριστικού γκρουπ, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες επ' αυτού –και όχι ως το τέταρτο άλμπουμ των Fucked Up. Κάπως έτσι άρχισα να το εκτιμώ, καθώς συνειδητοποίησα πως τόσο καιρό εστίαζα σε όσα δεν κατάφερνε, αντί να στέκομαι σε όσα τελικά κατόρθωνε.
Ναι, οι Καναδοί δεν κάνουν εδώ καμία απόπειρα να επαναπροσδιορίσουν το hardcore, όπως είχαν επιχειρήσει το 2008. Ούτε και παρέδωσαν μια συμπαγή γροθιά από μεστά, σφιχτοδεμένα anthems, όπως το 2011. Δημιούργησαν όμως έναν δίσκο ικανό να διατηρεί τους ρυθμούς ψηλά, με εκείνη την τρέλα για την οποία τους ξεχωρίσαμε εξ αρχής. Έναν δίσκο που χαρακτηρίζεται από αβίαστο κέφι και από μια διάθεση εορτασμού του νεανικού πνεύματος: της χαράς να είσαι, αλλά να αισθάνεσαι κιόλας ζωντανός (γιατί δεν ταυτίζονται ούτε συχνά, ούτε εύκολα αυτά τα δύο). Και μέσα από την όλη διαδικασία αφήνουν τελικά 10 τραγούδια, τα οποία άλλοτε σε κάνουν να θυμώνεις –γιατί ξέρεις πως θα μπορούσαν και καλύτερα– κι άλλοτε σε αναγκάζουν να καταπιείς τη γλώσσα σου, ρίχνοντάς σου κατάμουτρα ένα εθιστικότατο τσουνάμι από feedback.
Μπερδευτήκατε; Κι εγώ... Το Glass Boys έχει πράγματι μια τέτοια επίδραση. Όταν πάντως φτάσει στο τέλος του, ξέρεις μεν ότι οι Fucked Up πέφτουν δίσκο με τον δίσκο, ταυτόχρονα όμως διατηρείς και μια σιγουριά πως –ακόμα κι έτσι– εξακολουθούν να στέκονται πάνω από τον κιθαριστικό μέσο όρο της εποχής. Είναι μια νίκη κι αυτό.
{youtube}94V-XCSQNGQ{/youtube}