'Σχωράτε με, αλλά με τρώει να το πω: δεν κατάλαβα ποτέ όρους όπως «noise pop» και «indie pop», τις ετικέτες δηλαδή που αποδίδονται στους Pains Of Being Pure At Heart (και σε πολλούς ακόμα). Αντιλαμβάνομαι ότι αυτές οι λέξεις εξυπηρετούν μια ανάγκη για μη περιφραστική επικοινωνία και συνεννόηση, από την άλλη όμως δημιουργούν μια αίσθηση ότι –τάχα μου– όποιος άκουσε περισσότερο My Bloody Valentine και Jesus And Mary Chain και μετά κάθισε να γράψει ποπ τραγούδια είναι σε διαφορετική κατηγορία από κάποιον άλλο, που το επιχείρησε έχοντας στο μυαλό του τους Beatles και τους Beach Boys. Αστεία πράγματα...
Αλλά για μια στιγμή... Είναι ακουστική κιθάρα αυτό που ακούω στο εναρκτήριο τραγούδι του νέου δίσκου των Αμερικανών ή με γελούν τ’ αυτιά μου; Και πιο κάτω, δεν είναι γλυκά γυναικεία φωνητικά, πνευστά, σύνθια και τζανγκλοκιθάρες που δίνουν τον τόνο; Πού πήγαν οι shoegaze (άντε πάλι...) κιθαρισμοί και η μουντάδα του ήχου που πρέσβευε μέχρι πρότινος το γκρουπ; Τι συνέβη στα παιδιά και το 'ριξαν στον... κλασικισμό;
Οι ειδήσεις από το παρασκήνιο λένε ότι ο ηγέτης Kip Berman αποφάσισε να πάρει όλο το πράγμα πάνω του και να συνεργάζεται στο εξής με όποιον του καπνίσει, παραμένοντας μόνος κυρίαρχος του γκρουπ. Σε αυτόν οφείλεται λοιπόν η ξεκάθαρη αλλαγή ηχητικής κατεύθυνσης στο Days Of Abandon, με το κέντρο βάρους να βρίσκεται πλέον στα χωράφια μιας εϊτίλας η οποία φέρνει στο μυαλό τους Cure, τους Smiths και άλλους μικρούς και μεγάλους ήρωες της εν λόγω περιόδου, προσθέτοντας και κάτι από '00s και μπάντες τύπου New Pornographers στο όλο μίγμα.
Κι άντε αντάλλαξαν τη σκιά με το φως, κι άντε αντικατέστησαν τις τραχιές επιφάνειες με καλογυαλισμένα κρύσταλλα... Ποιο είναι, αλήθεια, το αποτέλεσμα για τους Pains Of Being Pure At Heart; Έχω την εντύπωση ότι στο τέλος της ακρόασης του νέου τους δίσκου μένει μια αίσθηση ανικανοποίητου. Γιατί μπορεί η ηχητική καραμέλα να σε γλυκαίνει αρχικά, όμως τα τραγούδια (που ως ύφος δεν διαφέρουν από τα παλιότερα) δεν λειτουργούν πέρα από μια λογική «μπαινάκης-βγαινάκης». Τουτέστιν, οι μελωδίες ρέουν ωραία αλλά δεν σου μένουν, οι στίχοι δεν λένε τίποτα πέραν των χιλιοτραγουδισμένων και το τέλος σε βρίσκει σε μια κατάσταση tabula rasa.
Εν κατακλείδι, με τη μετακόμιση από τις 1990s αναφορές σε κάποιες άλλες των 1980s, ο Kip Berman και οι συνεργάτες του δεν καταφέρνουν, νομίζω, να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Μπορεί η εγκατάλειψη του ήχου που τους έκανε αγαπητούς να φαντάζει ως θαρραλέα κίνηση (και είναι, ως έναν βαθμό), όμως δεν συνδυάζεται με μια στάθμη ποιότητας αντίστοιχη των τραγουδιών των δύο προηγούμενων άλμπουμ. Κάπως έτσι, το Days Of Abandon προκύπτει ένα συμπαθές μα εύκολο να ξεχαστεί ποπ άλμπουμ. Ποπ σκέτο.
{youtube}IBdbbBDOwv4{/youtube}