Στην αρχή, όταν πρωτοκάνεις τη δουλειά αυτή, απεύχεσαι τις στιγμές που θα αναγκαστείς να γράψεις κριτική σε καλλιτέχνες τους οποίους σιχαίνεσαι. Χρόνια μετά, απεύχεσαι πια περισσότερο τις στιγμές εκείνες που θα χρειαστεί να βάλεις χαμηλή βαθμολογία σε δίσκο μουσικού που λατρεύεις... 
 
Μόλις προ δύο μηνών, ο Brian Eno με τον Karl Hyde των Underworld παρουσίασαν ένα έργο που είτε σου άρεσε, είτε όχι, διέθετε μια σαφή κεντρική ιδέα ως προς την ηχοθεσία του (κάνε κλικ εδώ)· ακόμα κι αν το στοίχημα ορισμένων συνθέσεων χανόταν, προς όφελος των μικρολεπτομερειών της ενορχήστρωσης. Είχε επίσης ενδιαφέρον ν' ακούς την ανάπτυξη του Eno στα πλαίσια μιας πλήρους μπάντας ύστερα από πάρα πολύ καιρό, το ίδιο δε ίσχυε και για τον Hyde, αφού στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του τον έβρισκες πίσω από κονσόλες και pads. Σε αντίθεση πάντως με το Someday World, στο High Life ο τελευταίος βρίσκεται σαφώς πιο πίσω από άποψη ρόλου.
 
Υφολογικώς, η νέα τους σύμπραξη μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλα μέρη: ένα αφρικανικό κι ένα ηλεκτρονικό. Το πρώτο ορίζεται από τις πολυφωνίες που ακούμε στο φόντο και με τα πολύ καλά, κοφτά χτυπήματα στο μπάσο. Στοιχεία που ίσως θυμίσουν σε κάποιους το soundtrack του Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής, μα στην πραγματικότητα παραπέμπουν στη δεκαετία του 1970, όταν στελέχη αμερικάνικων και αγγλικών συγκροτημάτων ταξίδεψαν στη Μαύρη Ήπειρο, ανακαλύπτοντας τη ρυθμολογία (αλλά και τη λαγνεία) της και παράγοντας ένα ενίοτε ιδεώδες world fusion funk. Στο High Life, εντούτοις, το επίμονο μάντρα των συνθέσεων –αναφέρομαι σε τύπο στοίχισης λέξεων, ουχί στην αποτρεπτική εισβολών σε οικόπεδα περιμετρική αρχιτεκτονική– ελάχιστες φορές οδηγεί σε κορύφωση. Αν και, προς τιμήν των Eno & Hyde, ακολουθεί μια σοφά δομημένη επαναληπτικότητα, η οποία δεν τελειώνει σε fade out. Μένεις ωστόσο με ατελείωτα jams, που απλά βαφτίστηκαν «συνθέσεις». Το δεύτερο μέρος θα μπορούσε, αυθαιρέτως, να ονομαστεί «turbo ambient» (Θου Κύριε!). Όμως κι εδώ ακολουθείται ακριβώς η ίδια λογική, παρά τη διαφοροποίηση στις ηχοδομές. 
 
Από το High Life δεν λείπει η αρτιπαιξία. Είναι βέβαια και δεδομένη, εξ αιτίας του εκ της συμβάσεως υψηλού επιπέδου των εμπλεκομένων. Λείπει όμως το συναρπαστικό, η περιπέτεια. Υπάρχουν μερικά πολύ καλά σημεία –οι στίχοι του "Cells & Bells" για παράδειγμα ή εκείνα τα σκισμένα αναλογικά(;) σύνθια που ο Eno πετάει εμβόλιμα εδώ κι εκεί– αλλά δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να ανακαλύψεις. Ο φαινομενικά πιο global χαρακτήρας των κομματιών προϊδεάζει μεν για μια δουλειά με πολλές πτυχές, τελικά όμως απέχουμε αισθητά από τις αρκετών αναγνώσεων συνθέσεις του Someday World. Σε τριβελίζει μάλιστα η σκέψη ότι δεν έχεις εδώ τίποτα παραπάνω από μερικά παραλειπόμενα εκείνου του δίσκου, αν και ο Eno το έχει διαψεύσει κατηγορηματικά: τελειώνοντας τις ηχογραφήσεις για τον προκάτοχο του High Life, ένιωθε λέει πως ήθελε να συνεχίσει.
 
Αρέσκομαι να πιστεύω πως ο Eno κάνει πλάκα. Όχι λόγω κάποιου χαιρέκακου DNA, αλλά στη βάση του σπασίματος του φορμαλισμού ως προς το τι πρέπει να περιμένει τον κοινό από έναν καλλιτέχνη, σε μια σαφή προσπάθεια ανατροπής των «κανόνων ακρόασης» της μουσικής βιομηχανίας. Αλλά ακόμα κι έτσι αν είναι τα πράγματα, ο πήχης στο παρόν δημιούργημα δεν ανεβαίνει μήτε μισό πόντο...

{youtube}qwnxypgED6s{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured