Κλείνει ήδη μία δεκαετία στη δισκογραφία τούτος εδώ ο «Nick Drake συναντά τον Tim Buckley» τροβαδούρος. Με πέντε άλμπουμ στο βιογραφικό του από το 2004 και δώθε, έχει αποδειχθεί καλλιτέχνης πιστός στο ραντεβού του με το κοινό, έστω κι αν φέτος καθυστέρησε να επανέλθει στο προσκήνιο κατιτίς περισσότερο από το σύνηθες –προερχόμενος από μια τιμητική βράβευση στα Grammy του 2010 για την καλύτερη σύγχρονη folk πρόταση της χρονιάς εκείνης.
Με καθοδηγητή πίσω από την κονσόλα του παραγωγού (και όχι μόνο, αφού συμμετέχει τόσο οργανοπαικτικά, όσο και φωνητικά) τον Dan Auerbach των Black Keys, το Supernova αναδύει μια έντονη ρετρό εντύπωση, με την οποία βέβαια πάντα φλέρταρε ο LaMontagne μέσω της λυρικής και έντονα συναισθηματικής απόδοσης των τραγουδιών του. Απόδοση που παραμένει φυσικά πανταχού παρούσα και εδώ, αν και αυτή τη φορά δεν ηχεί τόσο αγνή και καθάρια όσο στο παρελθόν: είναι βουτηγμένη σε ένα νεφελώδες ενορχηστρωτικό περιβάλλον, το οποίο την παρασύρει πιο κοντά στην καλιφορνέζικη dream pop των 1960s.
Αυτή η μετάβαση από τα folk/country λημέρια των προηγούμενων δίσκων προς την παρελθοντολάγνα indie ψυχεδέλεια λειτουργεί αμφίδρομα για τον Αμερικανό τραγουδοποιό: προσφέρει μεν μια αναζωογωνητική αίσθηση στα κομμάτια του, αλλά ταυτόχρονα αφαιρεί από την τραγουδοποιία του τα γυμνά συναισθήματα που αβίαστα απέπνεε έως σήμερα. Δυτικής ακτής και καλοκαιρινής διάθεσης πανταχού παρούσας, είναι βέβαια δύσκολο να ψέξει κανείς το όλο αποτέλεσμα, καθώς, στα 43 λεπτά της διάρκειάς του, προσφέρει αρκετές όμορφα νοσταλγικές στιγμές, που θα ικανοποιήσουν πλήθος πιθανών ακροατών. Το άρωμα λεβάντας άλλωστε, με το οποίο και εκκινεί το Supernova, διαπερνάει και τα 10 κομμάτια που το αποτελούν.
Όσο λοιπόν κινείται ο LaMontagne στα πλαίσια μιας ιδιότυπης, δροσερής ραστώνης, το άλμπουμ αποδίδει ζουμερούς και εύγευστους καρπούς: άλλοτε πιο δραστήριο ("She's The One", "Julia") και άλλοτε πιο νωχελικό ("Airwaves", "Pick Up A Gun"), γοητεύει τα μάλα. Δυστυχώς –όπως υπαγορεύει και το μεγαλύτερο δισκοκριτικό κλισέ σε τέτοιες περιπτώσεις– η μαγεία δεν διατηρείται και στο δεύτερο μέρος του δίσκου, όπου το ενδιαφέρον περιορίζεται σημαντικά. Σίγουρα δεν βοηθάει το γεγονός πως το ομώνυμο τραγούδι, εκτός του άστοχου στιχουργικού παραλληλισμού που επιχειρεί («Ι want you, be my girl, you are so Supernova»), αποτελεί και μια κάργα γλυκανάλατη πρόταση.
Πετυχαίνει λοιπόν να προχωρήσει τον ήχο του παραπέρα ο Ray LaMontagne, όχι όμως και τις ικανότητές του ως δημιουργός, οι οποίες και δεν ξεπερνούν ιδιαίτερα τον μέσο όρο. Διατηρεί ωστόσο το άστρο του διαμέσω της όμορφης φωνής του και της χαρακτηριστικής ζεστής εκφοράς που τη χαρακτηρίζει. Ακόμα λοιπόν κι αν το Supernova δεν κερδίζει το σύνολο των εντυπώσεων, πετυχαίνει τουλάχιστον ν' αποπνεύσει τη γοητεία ενός βροχερού καλοκαιρινού απογεύματος.
{youtube}S3HmUxWJsEs{/youtube}