Αυτό που πραγματικά θαυμάζεις στις κατά καιρούς συνεργασίες του Brian Eno –είτε πρόκειται για κορυφές όπως ο John Cale, είτε για (πώς να το κάνουμε) μικρότερου βεληνεκούς ονόματα, όπως τώρα ο Karl Hyde των Underworld– είναι πως σε καμία περίπτωση ο ύπατος ασκεπής δημιουργός δεν μπαίνει σε κάποιο υπεραυτιστικό τριπάρισμα. Το ακόμα δε πιο ωραίο στο SomedayWorld (όπως βέβαια και σε άλλους δίσκους) είναι ότι μπορείς να εντοπίσεις στις συνθέσεις τα σημεία όπoυ μέτρησε η πενιά του Eno και τα σημεία όπου συνέβαλλε ο Hyde.

Εξέπληξε πολλούς η συγκεκριμένη σύμπραξη, προσωπικά πάντως δηλώνω πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, διότι μετά από καιρό ακούμε ξανά τραγούδια από τον Eno. Ο οποίος επιμένει σε μια ιδιότυπη σκηνοθεσία όσων συνθέσεων υπογράφει, καθώς παίρνουν τη μορφή τραγουδιών. Ενώ δηλαδή φαινομενικά μοιάζουν –σε επίπεδο σκελετού– με αυτό που αποκαλούμε κλασική τραγουδοποιία (κουπλέ/γέφυρα/ρεφρέν/κουπλε κλπ.), σου παίρνει ελάχιστη ώρα για να αντιληφθείς ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι το μοναδικό: ο Eno ρίχνει το βάρος στις γέφυρες, μετατρέποντας τα ρεφρέν σε exodus από τις μεταλλαχθείσες γέφυρες.

Βέβαια εδώ ο Eno είχε και συνεργάτη αβανταδόρο στο επίπεδο των ρεφρέν. Γιατί ο Hyde κατέχει την τέχνη του ηλεκτρονικού τραγουδιού πολύ καλά: η θητεία του στους Underworld αποτελεί διαπιστευτήριο αδιαπραγμάτευτο, καθώς οι τελευταίοι μπορεί να μην υπήρξαν μπάντα που έφτασε σε κάποιον αριστουργηματικό δίσκο, έπαιζαν όμως στα δάχτυλα το τι σημαίνει single. Από την άλλη, και ίδιος ο Enο ξέρει πολύ καλά τη φόρμα του τραγουδιού κι ας καταφεύγει στα άνωθεν τεχνάσματα –που βασικά δεν είναι τεχνάσματα, μα μια ιδιότυπη κατάσταση καλλιτεχνικής πρότασης και στραβού εγκεφάλου.

Είναι έτσι πολύ ενδιαφέρον στο SomedayWorld ότι πολλές φορές ο Eno αφήνει στον Hyde τα ηνία (βλέπε το "A Man Wake Up"), όχι όμως και την ενορχήστρωση. Η ενορχήστρωση του ανήκει θαρρείς αποκλειστικά· κι ας βάζεις στοίχημα ότι παραπάνω από τα μισά ρυθμολογικά στοιχεία ανήκουν στον Hyde, εξ αιτίας της νευρωτικής/αστικής ποπ μηχανής bpm που τα χαρακτηρίζει. Τα φωνητικά, πάλι, θυμίζουν παλιές ημέρες –ειδικότερα τα δεύτερα, με τις περίφημες επιστρώσεις που θέλουν τριπλά φωνητικά διαφορετικά σε κάθε κανάλι, από διαφορετική λήψη. Ο ήχος εντούτοις παραμένει προσβάσιμος σε όλα τα επίπεδα: ακόμα κι όταν ξεφεύγουμε προς κάποια ουτοπική, φουτουριστική Βαλχάλα, όπου χαράσσονται τα αιώνια σαρκαστικά χαμόγελα του Eno (αυτά που αγαπήσαμε στο HereComeTheWarmJets του 1974), η πρόσδεση παραμένει πάντα σημερινή. Μπορεί ανά σημεία να έρθει αμυδρά η δεκαετία του 1970 να ψυλλιάσει τα αυτιά σου, πάντως ο γενικότερος ορίζοντας δεν ξεφεύγει από το τώρα.

Είναι όμως καλός ο δίσκος; Ναι, είναι· για δύο πολύ απλούς μα την ίδια στιγμή δύσκολους (στην επίτευξή τους) λόγους. Πρώτον, γιατί εδώ παράγεται μουσική πέρα από κάθε κατηγορία, η οποία συνταιριάζει αρμονικότατα τον ηλεκτρικό με τον ηλεκτρονικό κόσμο. Και δεύτερον γιατί η μουσική που εμπεριέχεται στο SomedayWorld είναι αναπάντεχη: ως το 1.37 στο "When I Built Τhis World", για να φέρω ένα παράδειγμα, τίποτα δεν σε προϊδεάζει για την έκρηξη ηλεκτρονικού Bauhaus που ακολουθεί. Επιπλέον, προσθέστε πως η παραγωγή είναι καταπληκτική και πως ο Eno σε καθίζει κάτω και σου ξαναμαθαίνει την ξεχασμένη κατά τα τελευταία χρόνια τέχνη της ακρόασης, φτιάχνοντας έναν δίσκο που πραγματικά σε προσκαλεί να τον ακούσεις ώστε να τον απολαύσεις.

Ναι, από εκεί και πέρα θα βρεις και διάφορες ατέλειες –με κυριότερη το ότι αρκετές φορές οι συνθέσεις δίνουν την εντύπωση πως κινούνται δίχως συγκεκριμένο στόχο. Αλλά δεν ακούμε πια συχνά τέτοιους δίσκους, που να σε βάζουν να σκεφτείς πάνω στη μουσική (μα και γενικότερα). Στο SomedayWorld, όμως, καλείσαι ν' ακούσεις μουσική, όχι να την καταναλώσεις αδηφάγα.

 

{youtube}rDAuBFLkqpQ {/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured