Φαινόταν από τον τίτλο κιόλας του πρώτου σόλο δίσκου του (Try Whistling This, 1998) ότι ο Neil Finn δεν είχε σκοπό να κινηθεί στα μεγάλης εμπορικής απήχησης μονοπάτια των Crowded House. Όχι ότι φανέρωσε σε αυτήν την παράλληλη των υπόλοιπων δραστηριοτήτων του διαδρομή κάποια ιδιαίτερα πειραματική φλέβα –μην ξεχνάμε άλλωστε πως μιλάμε για έναν άνθρωπο που όταν ήταν μικρός έπεσε στη χύτρα με τις μπητλικές μελωδίες– φρόντιζε πάντως να ακολουθεί φόρμες ελαφρώς αποκλίνουσες από τη νόρμα. Ό,τι δηλαδή συνεχίζει να κάνει κι εδώ, με τα 11 τραγούδια του Dizzy Heights.
Ο Finn δεν είναι ξένος ως προς το να ανακατεύει μέλη της οικογένειάς του στα διάφορα πρότζεκτ του, όμως τούτη τη φορά πήγε το πράγμα ένα βήμα παρακάτω, επιστρατεύοντας τη γυναίκα του στο μπάσο και τους δύο γιους του σε κιθάρα και τύμπανα. Αυτή η κίνηση προσδίδει στο Dizzy Heights μια χειροποίητη αίσθηση: υπάρχει μια οργανικότητα στον ήχο, μια αίσθηση ζωντανού παιξίματος. Από την άλλη, η επίβλεψη των ηχογραφήσεων από τον David Fridmann (MGMT, Flaming Lips κ.ά.) προσθέτει παστέλ συχνοτικές αποχρώσεις και φροντίζει για το επαγγελματικό αποτέλεσμα του όλου πράγματος.
Ως ατμόσφαιρα, το Dizzy Heights βάζει πλάι στη γνωστή ποπ ευαισθησία του Finn μια ψυχεδελική συνιστώσα, η οποία μάλιστα καταφέρνει να εδραιωθεί ως η κύρια αίσθηση της δουλειάς –και δικαίως, καθότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζονται και εκτελούνται οι πινκφλοϋδικές ιδέες ηχεί απόλυτα λειτουργικός και πιστευτός. Όμως ο Finn δεν μένει εκεί: φτιάχνει ένα αρκετά συνεκτικό χαρμάνι, ενσωματώνοντας στοιχεία από κλασική μουσική, από τζαζ, καθώς και από χιπ χοπ ρυθμικότητες. Επίσης, τραγούδια όπως το εισαγωγικό “Impressions” –με τις υπνωτιστικές χαμηλές συχνότητές του– το “Flying In The Face Of Love”, που είναι ό,τι πιο κοντά στους Crowded House εδώ ή το υπέροχο “Better Than TV”, αποδεικνύουν πως ο τραγουδοποιός βρίσκεται για ακόμα μία φορά σε μεγάλη μελοποιητική φόρμα.
Από την άλλη, το παρών στο Dizzy Heights δίνουν και μερικά από τα μόνιμα πλην της γραφής του Finn. Οι στίχοι του, ας πούμε, έχουν πολλάκις επικριθεί για το περιεχόμενο και τις ευκολίες τους, κάτι που θα πρέπει να επαναληφθεί και τώρα. Βέβαια, η αγγλοσαξονική σχολή τραγουδιού έχει αποδείξει ότι μια δυνατή μελωδία μπορεί να εξισορροπήσει τις στιχουργικές αδυναμίες (μη με βάλετε να απαριθμήσω παραδείγματα, να χαρείτε) και ο Finn ήταν πάντα μάστορας σε κάτι τέτοιο –πράγμα που εξακολουθεί να ισχύει. Όταν ωστόσο απουσιάζουν τα μεγάλα μουσικά θέλγητρα, όπως σε μια/δυο περιπτώσεις εδώ, το αποτέλεσμα προκύπτει φτωχό...
Σαν τελική αίσθηση, πάντως, το Dizzy Heights είναι ένα άξιο άλμπουμ. Μπορεί να μην αγγίζει τα ζαλιστικά ύψη των καταθέσεων του Finn με τους Crowded House και με τους Split Enz, μάλλον όμως κερδίζει στα σημεία τις δύο προηγούμενες σόλο προσπάθειές του· κυρίως λόγω της μεγαλύτερης διάθεσης που επιδεικνύει εδώ για ηχητικό και συνθετικό «ξεστράτισμα». Το 7άρι δεν το αξίζει, αλλά ένα 6,5 το 'χει με άνεση. Διόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα για έναν καλλιτέχνη της ηλικίας και των ρυθμών του Finn.
{youtube}bqyAy3Mf9v0{/youtube}