«Σκοπεύω να γίνω ο εφιάλτης της μουσικής βιομηχανίας. Η ελπίδα μου είναι να υπάρξει μια νέα αρχή, η οποία θα βασίζεται στην επανάσταση της κοινής λογικής. Κι όσον αφορά τη μπάντα; Ποιος στα κομμάτια ξέρει τι θα γίνει; Ελπίζω να διαρκέσει λίγο ακόμα και να το ζήσουμε όλο αυτό»,
δήλωνε ο Justin Reaves σε μια συνέντευξή του μερικά χρόνια πριν…
Δεν ξέρω αν τελικά έγινε ο εφιάλτης της μουσικής βιομηχανίας, το σίγουρο είναι ότι οι Crippeld Black Phoenix συνεχίζουν να υπάρχουν και να βγάζουν καλούς δίσκους· συνεχίζουν να λειτουργούν σαν κολεκτίβα και να φιλοξενούν στους κόλπους τους αξιόλογους μουσικούς, ενώ ο Reaves βρίσκεται σταθερά στο τιμόνι του μυστήριου τούτου πλοίου.
Στο White Light Generator ο Βρετανός και η πολυπληθής παρέα του –στην οποία προστέθηκε τελευταία και ο Σουηδός κιθαρίστας/τραγουδιστής Daniel Anghede– ξεκινούν μία ακόμα διαδρομή ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, ανάμεσα σε folk στιγμές και σε post-rock αναφορές, σε progressive κατευθύνσεις και σε ψυχεδελικές βουτιές, με φουλ το ντεπόζιτο και όπου τους βγάλει.
Οι ατελείωτες epic μπαλάντες που κάποτε οι Crippled Black Phoenix υποστήριζαν με πάθος ότι παράγουν δίνουν τώρα τη θέση τους σε ίσης διάρκειας γκιλμουρικά/φλοϋδικά τζαμαρίσματα (“No!,PT.2”), ενώ απόκοσμα μα μελωδικότατα γυναικεία φωνητικά σε οδηγούν σε πιο ambient μονοπάτια. Σαν να ξεπηδούν μέσα από τη χοάνη του χρόνου, οι συνθέσεις ακουμπούν πάνω στον τρόπο των Tuxedomoon της περιόδου του Ghost Sonata, λαμβάνοντας τη μορφή μικρών εμβόλιμων σημείων· με ηχητικά εφέ στα οποία άλλοτε ακούγονται σχεδόν «ρομποτικές» φωνές να συνομιλούν κι άλλοτε φωνές να απαγγέλλουν την επανάσταση απέναντι σε ένα καφκικό και οργουελικό σύστημα, που κατευθύνει τον νου.
Οι κιθάρες και τα τύμπανα αρπάζουν φωτιά και σέρνονται στον χώρο και στον χρόνο, δανείζονται εμπνεύσεις από τα κιθαριστικά 1990s και αγγίζουν κάτι από τις grunge διαθέσεις –μέχρι και τον τρόπο του Slash των πάλαι ποτέ Guns ‘N Roses (“Parasites”). Eξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη, η διασκευή στο “Sweeter Than You”, τραγουδισμένο και από τον Ricky Nelson. Πιάνο και μελαγχολία λέγε με Thom Yorke (“Wake Me Up When It’s Time To Sleep”), μια ιδέα Ανατολής με κρεσέντο γυναικείων φωνητικών (“Nothern Comfort”), βιολιά, σύνθια και μπάντζο να μπλέκονται μαζί δίχως ωστόσο να σκοντάφτουν μεταξύ τους. Όλα μέσα σε αργόσυρτους, βασανιστικούς ρυθμούς οι οποίοι τελικά λειτουργούν περισσότερο ως μια απόπειρα κραυγής μέσα στο σκοτάδι που σε κυκλώνει, παρά σαν κατάθεση όπλων απέναντι σε μια κοινωνία η οποία συνθλίβει εκείνους που τολμούν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο. Κάπως έτσι, το τέλος της διαδρομής αφήνει μια αίσθηση ότι ίσως και να υπάρχει φως στο τούνελ (“A Brighter Tomorrow”)· φυσικά για κάποιους ίσως λειτουργήσει ως σαρκαστικό σχόλιο, όμως η πρόθεση για κάτι καλύτερο και διαφορετικό παραμένει.
Το epic στοιχείο δεν εγκαταλείπεται ωστόσο ποτέ, ακόμα κι όταν γίνεται απόπειρα συμμαζέματός του σε συγκεκριμένα πλαίσια. Η συρραφή στιγμών, δομών και εμπνεύσεων από τη μουσική παρακαταθήκη του παρελθόντος συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, όμως όλα αυτά είναι στη φύση των Crippled Black Phoenix. Μιας μπάντας που –μέχρι τώρα τουλάχιστον– έχει καταφέρει να δημιουργεί ενότητες μουσικής, δηλαδή άλμπουμ κι όχι μόνο τραγούδια βαλμένα σε μια σειρά, που τελικά λειτουργούν και αποσπασματικά προς τέρψη τόσο των ραδιοφωνικών airplays, όσο και της μουσικής βιομηχανίας, η οποία ζητάει αχόρταγα μεμονωμένα και ευκολοχώνευτα hits.
Ένα άλμπουμ λοιπόν με τέτοια συνοχή και ισορροπία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, ειδικά σήμερα. Και ίσως με αυτόν τον τρόπο η επιθυμία του Reaves περί του εφιάλτη που λέγαμε και στην αρχή, να βρίσκει σιγά-σιγά τον δρόμο της…
{youtube}TmWHyXaADOk{/youtube}