Μετά την εμπορική λαίλαπα του "Get Lucky", ο Pharrell Williams όφειλε να εξαργυρώσει τις μετοχές του σαν σόλο καλλιτέχνης –οι οποίες εκτινάχθηκαν στη στρατόσφαιρα– και να επανασυστηθεί σαν μια «ηλιαχτίδα» του εμπορικού R’n'B και της ραδιοφωνικής ποπ. Αυτή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η αιτιολογία για τον σχεδιασμό της κυκλοφορίας του G I R L· στη χειρότερη, είναι ο δόλος πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας αμαχητί παραδομένης στις γρήγορες πωλήσεις βιομηχανίας.
Όμως το τεράστιο break στο mainstream ο Pharrell δεν θα το καταφέρει τώρα. Έχει διανύσει δύο δεκαετίες σκληρής δουλειάς με τους Neptunes, έχει συμμετοχές με τους N.E.R.D και αμέτρητες συνεργασίες –ως επί το πλείστον πετυχημένες– δίνοντας τα φώτα του σε στρατιές από καλλιτέχνες. Η προτεραιότητά του δεν είναι λοιπόν να επιβάλει μια σόλο περσόνα: αν ήταν έτσι, δεν θα μιλάγαμε για το μόλις 2ο προσωπικό του άλμπουμ. Το διακύβευμα εδώ είναι αν θα καταφέρει να φέρει σε πέρας τον δύσκολο Γολγοθά της καλλιτεχνικής συνέπειας ή θα περιοριστεί στο να τροφοδοτήσει τις κονσόλες όλων των νυχτερινών κοκτειλάδικων με «άποψη».
Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση. Το G I R L είναι μια προσωπική φιέστα του Pharrell, ο οποίος δεν απαρνιέται τον ψυχαγωγικό του ρόλο και δεν αποφεύγει να αγκαλιάσει το mainstream, αλλά παράλληλα κατασκευάζει μια αστραφτερή, ολονύκτια στουντιακή disco soul που συνδυάζει πλήρως την ανάγκη για γκλάμουρ και για χορό στην πίστα. Το G I R L ακούγεται πανέμορφο και αγκιστρωμένο στην εποχή του, έτοιμο να εξυγιάνει (σε έναν βαθμό) τα τοξικά mainstream ραδιόφωνα.
Το εναρκτήριο "Marilyn Monroe" είναι φτιαγμένο επικουρικά και με μαθηματική προσέγγιση, ώστε να χορευτεί δίχως αύριο, χωρίς να αφήνει πολλές αντιστάσεις. Στο "Brand New", πάλι –χάρη στην καταλυτική φυσική παρουσία του Justin Timberlake– ο Pharrell μνημονεύει τον Stevie Wonder με ένα πλούσιο σε ελέη και κλασάτο funky beat, το οποίο σε κερδίζει εύκολα μέσω της οικειότητας. Το "Hunter" διαθέτει ένα απολαυστικότατο, κελαριστό hip hop beat, με μυρωδιές από τα ύστερα 1980s και με την επαναλαμβανόμενη ρυθμική ένταση της πιο χλιδάτης disco funk. Η προσεγμένη neo-soul του "Gush" ακούγεται επίσης θαυμάσια: θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο καριέρας που θα ποθούσε διακαώς κάθε έκπτωτος αστέρας της soul ο οποίος πασχίζει για comeback. Αλλά και ο καθόλα ανεβαστικός και την ίδια στιγμή mellow ντίσκο ρυθμός του «οσκαρικού» "Happy" χρησιμοποιεί υφάνσεις της Motown, ενώ αντλεί βουλιμικά από το πρώιμο υλικό του Marvin Gaye (την πηγή δηλαδή που ο Pharrell χρησιμοποίησε και για την περσινή συνεργασία του με τον Robin Thickle στο "Good Girl").
Το "Come Get It Bae", αν και πρωτοεπίπεδο, είναι σαφώς εκσυγχρονισμένο και ξεπερνάει τη ντίσκο ρουτίνα χάρη στη λυγερή μελωδία που «ποτίζει» το subwoofer. To "Gust Of Wind" είναι το μοναδικό instant classic του άλμπουμ και η πιο πετυχημένη στιγμή του, κατά τη γνώμη μου: ένα επίτευγμα μελιστάλαχτης και καλοβαλμένης ποπ, με λικνιστική αύρα, η οποία κάνει άνετο σλάλομ στις κληρονομιές και τους χυμούς της disco soul, με παραγωγή κέντημα που διαθέτει πειθώ και θέρμη. Το "Lost Girl", αντιθέτως –παρά το παχύρευστο tribal υπόστρωμα στο πρώτο μέρος και την έντεχνη φλωροντίσκο του δεύτερου– αποδεικνύεται το μοναδικό filler· και μάλλον τοποθετήθηκε εκεί για να ικανοποιήσει την ερωτική ευδαιμονία του ακροατή του καναπέ.
Το "Know Who You Are" ανασύρει την πιανιστική κομψότητα που έχασε κάπου στις συμπληγάδες του mainstream ο John Legend, με την Alicia Keys να κάνει την προσφορά της σε σκέρτσα και νάζια με το κύρος μιας φτασμένης ντίβας, αλλά και με την αναμενόμενη vintage εκμετάλλευση της συλλογικής soul μνήμης. Τέλος, το "It Girl" στο κλείσιμο του δίσκου είναι ένα πλήρες και γκρουβάτο soul καλούδι, με γιορτινή ενορχήστρωση και χαλαρό ρυθμό, το οποίο δίνει χώρο στο αψεγάδιαστο φαλσέτο ώστε να κάνει όλη τη δουλειά.
Η ανανεωτική διάθεση του Pharrell και οι ακούραστα ευκίνητες παραγωγές του φαίνεται λοιπόν ότι δεν έχουν πάτο στο βαρέλι τους. Το GIRL μπορεί να μην αλλάξει το ρου της ιστορίας, ούτε και αποτελεί επιτομή κάποιας υψηλής εκφραστικότητας στο στούντιο. Αλλά κάνει μια ευπρόσδεκτη βουτιά στα πιο ζωτικά κομμάτια της ποπ/σόουλ μελωδικότητας και αποδεικνύεται δουλειά αρκούντως μεν σαλονάτη και ακίνδυνη για τους θιασώτες του lifestyle, που ακουμπάει όμως με κομψότητα πάνω στη σεισμικής σημασίας (για τη ρυθμική μουσική) ανάγκη για χορό και εξωστρέφεια.
{youtube}y6Sxv-sUYtM{/youtube}