«I'm not a businessman, I'm a business, man!»
Κλασική η ατάκα του Jay-Z από το verse του στο remix του “Diamonds From Sierra Leone” του Kanye West και η αλήθεια είναι πως βρίσκει εφαρμογή σε πολύ λίγες περιπτώσεις του χιπ χοπ χώρου. Οι δύο προαναφερθέντες κύριοι ανήκουν σίγουρα σε αυτήν τη λίστα, ενώ ο Ricky Rozay είναι ένας άξιος υποψήφιος, μετρώντας πλέον πέντε δισκογραφικές απόπειρες μετά το πρώτο του άλμπουμ 8 χρόνια πριν, ένα δισκογραφικό label με ιδιαίτερη επιτυχία (Maybach Music Group), συνεργασίες με εταιρίες σαν τη Reebok ή τη σαμπάνια Belaire Rose για προώθηση των προϊόντων τους, αλλά κι έναν τραπεζικό λογαριασμό που αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς.
Η αναγνωρισιμότητα επομένως του Rick Ross δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση: με απόλυτη βεβαιότητα, πρόκειται για ένα από τα πρόσωπα του σύγχρονου χιπ χοπ κι αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει, έστω και αν ο ίδιος έχει υποπέσει σε γκάφες κατά διαστήματα. Όπως λ.χ. με εκείνη την ιστορία γύρω από τους στίχους του "U.O.E.N.O.", όταν κατηγορήθηκε πως εξιστορούσε ένα σκηνικό βιασμού όχι με αποδοκιμαστικό τρόπο, μα με καυχησιά (κάτι που του κόστισε και το συμβόλαιό του με τη Reebok). Δεν είναι λίγες εξάλλου οι φορές που έχει κατηγορηθεί ως «δήθεν» και ψεύτικος, μιας και στα τραγούδια του μιλάει για νταλαβέρια με ναρκωτικά, παίρνει τον ρόλο του πρώην εγκέφαλου των δρόμων και χλευάζει την αστυνομία, ενώ είναι γνωστό ότι στο παρελθόν υπήρξε σωφρονιστικός υπάλληλος φυλακών...
Η γνησιότητα βέβαια ενός ράπερ ούτε μπορεί να επιβεβαιωθεί, ούτε και χρειάζεται. Επί της ουσίας, άλλωστε, ό,τι πλασάρει ο εκάστοτε MC είναι πολλές φορές μια περσόνα και όχι κατ’ ανάγκη ο πραγματικός, καθημερινός του εαυτός. Αυτό όμως που μετριέται, είναι η καλλιτεχνική αξία ενός δίσκου ως μουσικού έργου. Κι εδώ ο Rick Ross δεν μαζεύει πολλά κουκιά στην τελική καταμέτρηση για λογαριασμό του Mastermind. Τον βλέπουμε αντιθέτως να χρησιμοποιεί τα υλικά αγαθά που έχει αποκτήσει ως εχέγγυα κάποιου καλλιτεχνικού credit, μοστράρει το «κασέρι» του σε σημείο κουραστικό, ενώ ακόμα και όταν μιλάει για σκηνικά από τους δρόμους το κάνει ανέμπνευστα, δίχως ιδιαίτερη ευφυία ή (έστω) διαφορετικότητα.
Πώς τότε απολαμβάνει τέτοιας αποδοχής στη γενέτειρά του; Δεν είναι περίεργο: ενσαρκώνει το όνειρο της πλειονότητας των ακροατών του, τουτέστιν έχει ξεφύγει από δύσκολες καταστάσεις κι έχει βγάλει εκατομμύρια, κυκλοφορεί με υπερπολυτελή αυτοκίνητα και συχνάζει με γυναίκες που διαθέτουν φονικές αναλογίες, ενώ οι στίχοι του δεν απαιτούν ιδιαίτερη φαιά ουσία ώστε να γίνουν κατανοητοί. Ένας ποπ σταρ των γκέτο είναι λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, ο ευτραφής ράπερ, η «I'm the man» νοοτροπία του οποίου κάνει γκελ στην αμερικάνικη νεολαία. Και ίσως, αν είχε επενδύσει στην τέχνη του τον χρόνο που ξοδεύει στις στρατηγικές προώθησης του εαυτού του, να είχαμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα εδώ.
Αλλά το Mastermindπροκύπτει ως δίσκος με ανύπαρκτο στιχουργικό βάθος. Και παρουσιάζει έναν Rick Ross πιο συμβιβασμένο από ποτέ, κινούμενο στον αυτόματο πιλότο, χωρίς την παραμικρή βελτίωση στα μικροφωνικά του skills (που ποτέ δεν ήταν το δυνατό του σημείο). Αν θέλετε αποδείξεις, δεν έχετε παρά να ακούσετε το “Blk & Wht” και να φανταστείτε πόσο ανώτερο θα ήταν με έναν MC του βεληνεκούς του Freddie Gibbs, για παράδειγμα.
Ο 6ος λοιπόν δίσκος του Rick Ross μας μιλάει για τα ίδια πράγματα που πάντα κήρυττε: τα κατάφερα, έχω δική μου δισκογραφική, καλλιτέχνες υπό την επίβλεψη μου, είμαι επιφανής και φυσικά βγάζω λεφτά, γκαφρά, μπικικίνι, χαρτί και όποια άλλη συνώνυμη λέξη μπορείτε να φανταστείτε. Τα πάντα είναι προβλέψιμα στο Mastermind, με τον πρωταγωνιστή του να παραμένει ένας μέτριος MC (τα λεφτά μπορούν βλέπετε να σου αγοράσουν καλά beats, όχι όμως και ικανότητα στο spittin’) και να μπερδεύει επικίνδυνα την καλλιτεχνική εξέλιξη με την εντυπωσιακή του άνοδο στον χώρο του σύγχρονου αμερικάνικου χιπ χοπ. Αν μάλιστα δεν υπήρχαν κάποια beats-φωτιά όπως το “Nobody” και το “Drug Dealers Dream” ή μερικές συνεργασίες οι οποίες πράγματι ανεβάζουν τον πήχη –αυτή ας πούμε με τον The Weeknd στο “In Vein”– θα μιλάγαμε για ένα ναυάγιο ολκής.
{youtube}cI9ifCMk0Dg{/youtube}