Η βασίλισσα στον θρόνο της: αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του νέου άλμπουμ της Annie Clark, με αφορμή και το εξώφυλλο που την απεικονίζει καθισμένη σε μια λευκή πολυθρόνα, με βλέμμα απλανές. Βασίλισσα όμως ποιανού βασιλείου άραγε; Εντάξει, αφού μιλάμε για τη St. Vincent, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία υπονοεί την κυριαρχία της στον indie μικρόκοσμο. Αλλά μήπως θα μπορούσε να υπάρξει και μια διαφορετική ανάγνωση; Μείνετε μαζί μου...
Η αίσθησή μου είναι πως στο τέταρτο προσωπικό της άλμπουμ η Clark θέλησε να ακουστεί κάπως πιο εξωστρεφής απ’ ό,τι υπήρξε στο παρελθόν. Ίσως έπαιξε ρόλο σε αυτό η γνώση ότι η περσινή συνεργασία της με τον David Byrne την έβαλε στο ραντάρ ενός ευρύτερου κοινού. Ή ίσως να είναι απλά το πέρασμα του χρόνου –το οποίο λειαίνει τις γωνίες– που έφερε μια διάθεση για άνοιγμα στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, η Αμερικανίδα μουσικός παρουσιάζεται εδώ πιο προσιτή, χωρίς πάντως να χάνει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα. Κι αν ο τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μοιάζει (θεωρητικά) ως ένα ιδιαίτερα στριφνό μαθηματικό πρόβλημα, η λύση του ξετυλίγεται τελικά στο ακουστικό σου πεδίο εντελώς αβίαστα· σαν να βρισκόταν πάντα εκεί, μπροστά σου.
Αυτό που προσφέρει εδώ στηρίγματα στον ακροατή είναι κυρίως οι γκρούβες, τις οποίες συναντάς σε διάφορα σημεία του άλμπουμ. Ένα καλό παράδειγμα δίνει το εναρκτήριο “Rattlesnake”: η St. Vincent υφαίνει τα ρυθμικά της κόλπα συνδυάζοντας αριστοτεχνικά τους πάντα ιδιαίτερους κιθαρισμούς της με αρπέτζιο από συνθετητές, στιβαρές μπασογραμμές και προγραμματισμένα τύμπανα, οπλίζοντας τα τραγούδια της με ακλόνητες βάσεις. Επάνω στο εν λόγω οικοδόμημα στήνει κατόπιν τις πιο θελκτικές μελωδίες που έγραψε μέχρι σήμερα, με το φως και το σκοτάδι να παίζουν ένα παιχνίδι ισορροπιών καθ’ όλη τη διάρκεια. Θα έλεγα μάλιστα ότι η λέξη «ισορροπία» είναι το κλειδί για το St. Vincent: γιατί δεν αφαιρέθηκε κάτι από τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο της Clark –από την τάση της για «εξωγήινους» τρόπους έκφρασης– απλά ήρθε στο πλάι τους, ως συμπλήρωμα, μια ποπ (εντάξει, σχεδόν...) ευαισθησία. Τα ίδια μπορούν να ειπωθούν και για τους στίχους, οι οποίοι συμπληρώνουν το παζλ μιας συνολικά πιο «ανθρώπινης» κατάθεσης.
Ίσως βέβαια σε ορισμένους τα παραπάνω να φαντάζουν ως κάτι εύκολο να γίνει, ενώ είμαι σίγουρος πως κάποιοι άλλοι θα κάνουν λόγο ακόμα και για «ξεπούλημα». Προσωπικά δυσκολεύομαι να δω το St. Vincent με κάποιον από αυτούς τους τρόπους. Αντίθετα, θεωρώ ότι η χρυσή τομή που πετυχαίνει εδώ η Annie Clark είναι κάτι το αξιοθαύμαστο, γιατί καταφέρνει να φέρει στο ευρύτερο ακροατήριο μια πρόταση που την έκανε κάποτε εκλεκτό παιδί σε μια μικρή, ελιτίστικη κάστα (το τελευταίο το επιβεβαιώνουν πάντως και οι «ψυχροί» αριθμοί των πινάκων επιτυχιών). Κάπως έτσι, επιστρέφοντας στις αρχικές σκέψεις, θα μπορούσαμε να δούμε το εξώφυλλο του άλμπουμ ως συμβολικό: ότι η τραγουδοποιός είναι πλέον κυρίαρχη του δικού της παιχνιδιού –έχει δηλαδή τον απόλυτο έλεγχο των ικανοτήτων και των επιθυμιών της. Όπως και να 'χει, κάτι τέτοιο αποτυπώνεται στον φετινό της δίσκο και με το παραπάνω.
{youtube}mVAxUMuhz98{/youtube}