Το επίθετο «uneventful» χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να προσδιορίσει μια μουσική σύνθεση η οποία δεν περιέχει «συμβάντα» ικανά να τη σπρώξουν προς κάποια ολοκλήρωση –μια αλλαγή στο θέμα ή στο ύφος, ένα σόλο, κάτι. Μονολιθικές συνθέσεις, που προχωρούν χωρίς να εξελίσσονται, που ψάχνουν στο κενό ό,τι άλλες βρίσκουν στο αντίθετό του. Εύλογα, το «uneventful» χρησιμοποιείται συχνά δίπλα στο όνομα των Bohren & Der Club Of Gore.

Αναφέρομαι φυσικά στη μουσική τους, στον τρόπο με τον οποίον χτίζουν τις συνθέσεις τους· αντιστοίχως, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν και τοποθετούνται. Η μόνη σημαντική αλλαγή μέσα στα 20 χρόνια της δισκογραφικής τους παρουσίας, ήταν η αντικατάσταση της κιθάρας του Reiner Henseleit με το σαξόφωνο του Christoph Clöser, γύρω στο 1997 –κι αυτή, εδώ που τα λέμε, ελέγχεται ως προς το κατά πόσο συνιστά ουσιαστική μεταστροφή και όχι απλώς ενορχηστρωτική διαφοροποίηση. Κατά τα λοιπά, ελάχιστα έχουν αλλάξει στις προτεραιότητες των Γερμανών ή στη γενική τους αντίληψη επί των πραγμάτων. Με τα λόγια του πιανίστα Morten Gass: «Παραμένουμε μια αργή μπάντα. Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη μουσική» (από συνέντευξη στο offprint.net τον Μάιο του 2013).

Είναι προφανές, λοιπόν, πως οι Bohren & Der Club Of Gore δεν κόπτονται ιδιαίτερα για καινοτομίες ή νεωτερισμούς· προτιμούν να κάνουν εμμονικές βόλτες γύρω από το ίδιο πάντοτε σημείο. Δεδομένα λοιπόν τα εκφραστικά μέσα, δεδομένο και το πώς χρησιμοποιούνται: τομή της τζαζ θεματολογίας με ambient ατμόσφαιρες, χρόνοι απλωμένοι μέχρι ξεχειλώματος, φράσεις προφερόμενες με υπνωτιστική βραδύτητα και βεβαίως η κενότητα που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω. Η μόνη διαφοροποίηση του PianoNightsσε σχέση με τα πεπραγμένα της υπάρχουσας σύστασης του γκρουπ (δηλαδή από το SunsetMissionτου 2000 και δώθε), είναι η επαναχρησιμοποίηση της ηλεκτρικής (βαρύτονης συγκεκριμένα) κιθάρας στο “Komm Zurück Zu Mir”.

Κι όμως, οι Bohren & Der Club Of Gore δεν ηττούνται από τις εμμονές τους. Βρίσκουν ακόμη ουσία μέσα σ’ αυτά τα απέραντα κενά διαστήματα που χάσκουν ανάμεσα στις αργές και σερνόμενες φράσεις τους. Γνωρίζουν άλλωστε άριστα πώς να πλοηγηθούν μέσα εκεί· πώς να μετρούν τις μεταξύ τους αποστάσεις και πώς να αναδεικνύουν τις καλοζυγισμένες ατάκες τους. Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε λιγάκι εδώ.

Αν καθίσει κανείς και αναλύσει σε νότες, κλίμακες και αρμονίες τι ακριβώς παίζουν οι Γερμανοί, φαντάζομαι ότι δεν θα σπεύσει να τους δώσει κάποιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Θα βρεθεί πιθανότατα κοντά σε ένα (λίγο ως πολύ) στερεοτυπικό δείγμα μιας θλιμμένης τζαζ μπαλάντας, εκτελεσμένης κυρίως από πιάνο, σαξόφωνο, κοντραμπάσο και ντραμς. Η φρασεολογία τους δηλαδή είναι σχετικά κοινότυπη. Προφέροντας όμως αυτή τη φρασεολογία τόσο αργά όσο οι Bohren, αυτομάτως αποδομείται η κοινοτυπία της (αν όχι και η ίδια η φρασεολογία), δημιουργώντας παράλληλα συνεχή ρήγματα μεταξύ της μιας νότας και της επόμενης.

Αυτό λοιπόν το χάσμα το εκμεταλλεύονται στο έπακρο, δίνοντας έμφαση στον απόηχο της κάθε νότας και φροντίζοντας τις περιρρέουσες ατμόσφαιρες (όπου κάτι τέτοιο χρειάζεται). Κινούμενοι ταυτόχρονα και πάνω σ’ ένα θέμα που ξυπνάει μια είδους οικειότητα (βάσει του οποίου μπορείς να κάνεις συσχετίσεις, να δημιουργήσεις εικόνες κ.ο.κ.), χτίζουν μια αναμονή για την κάθε επόμενη νότα· την περιβάλλουν δηλαδή με προσδοκίες οι οποίες είτε ζητούν να επιταθεί περαιτέρω η φόρτιση, είτε να λυθεί στα εξ ων συνετέθη. Και οι Bohren & Der Club Of Gore θα σου δώσουν πάντοτε αυτή τη συγκεκριμένη νότα που κάθε φορά αποζητάς –χωρίς εκπλήξεις, αλλά (αλίμονο) και χωρίς περιττολογίες. 

Είναι ίσως το «τυράκι» τους, για να σε μπάσουν στο κόλπο τους. Κι αν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε είναι πολύ πιθανό να αισθανθείς «βιωματικά» αυτή τη βραδύτητα των ρυθμών ή την ενδοσκοπική τάση των μελωδιών, έτσι όπως βυθίζονται κάθε φορά στα ρήγματα τα οποία οι ίδιες δημιουργούν. Με άλλα λόγια, η μουσική των Bohren έχει την πρόθεση να σου επιβληθεί, έχει και τους τρόπους για να το καταφέρει. 

Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν ασφαλώς να ισχύουν σχεδόν για όλους τους δίσκους των Βεστφαλών. Δεν είναι παρά μια απόδειξη της διαστροφικής ικανότητάς τους να μετατρέπουν τις εμμονές τους σε καίρια εκφραστική αιχμή. Γίνεται δηλαδή σαφές πως δίσκοι σαν τοBlackEarth (2002) δεν ξαναγράφονται εύκολα –πως δύσκολα θα μπορέσουν να ξεπεράσουν ό,τι μέχρι σήμερα φαντάζει ως η κορυφή τους.

Ωστόσο, είναι εξίσου σαφές ότι (και) στο PianoNights η συγκεκριμένη αιχμή παραμένει αρκετά κοφτερή. Ότι, τέλος πάντων, η μουσικοτροπία που εγκαθίδρυσαν ήδη από το 1994 (πειστικότερα έναν χρόνο αργότερα) έχει ακόμα μπόλικες ανάσες· επαρκέστατους τρόπους για να νοηματοδοτήσει τα σκοτάδια τα οποία δημιουργεί. Η σύνθεση “Verloren (Alles)” περιέχει συμπυκνωμένους αρκετούς από αυτούς, αν και δεν τους εξαντλεί. Ενδεικτικό είναι, ας πούμε, το σημείο όπου ρίχνουν το πρώτο κιθαριστικό ακόρντο της 15αετίας, στην εξόδια σύνθεση “Komm Zurück Zu Mir” (εξαιρετικό και το αχνό υπόστρωμα που φτιάχνει το συνθεσάιζερ στο “Bei Rosarotem Licht”).

Εν ολίγοις, το PianoNightsδείχνει ένα συγκρότημα σε πλήρη ακινησία, τοποθετούμενο επί δεδομένων σκοπών, με δεδομένα μέσα και με δεδομένους τρόπους. Το περίεργο είναι ότι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει έναν διαολεμένα καλό δίσκο…

 

{youtube}WgGI4m-SsnU{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured