Η Céline Dion έχει υπάρξει αγαπημένος σάκος του μποξ και τα νέα μιας καινούριας κυκλοφορίας της γίνονται συνήθως δεκτά με θυμηδία και ειρωνικά γελάκια, ανάμεσα σε όσους κατέχουν μια βασικώς καλή ποπ/ροκ δισκοθήκη. Αποτελεί δε κλασικό (κλασικότατο) παράδειγμα για την απόσταση που χωρίζει το λεγόμενο ευρύ κοινό από την όποια έννοια σοβαρότητας επιθυμεί να διεκδικήσει ένας γραφιάς, ένας ακροατής, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός. Και υπάρχουν κάμποσοι λόγοι πίσω από αυτήν την αντιμετώπιση –αρκετοί καλοί, ορισμένοι σαθροί.
Υπάρχουν λ.χ. κριτικές σαν μία του Rolling Stone που εγώ προσωπικά θα έκοβα ως αρχισυντάκτης, καθώς περισσότερο έσταξε εμπάθεια για οτιδήποτε mainstream και ποπ, παρά βασίστηκε στο τι όντως συνέβαινε σε κάποιον (πρόσφατο) δίσκο της Καναδέζας σούπερ σταρ. Από την άλλη, πόσες και πόσες λαβές δεν έχει δώσει η ίδια η Dion για μια τέτοια αντιμετώπιση; Πάντα με το άγχος των charts, πάντα με την έγνοια μην ξεφύγει τόσο δα από το μέσο γούστο, πάντα χωμένη στις ασφαλείς μέχρι θανατερής πλήξης επιλογές –συνθέσεων, ενορχηστρώσεων, παραγωγής, διασκευών– πάντα με δουλειές πνιγμένες στα πανάκριβα λούσα, κάτω από τα οποία κρύφτηκε τόσο συχνά το τίποτα με το μπόλικο καθόλου...
Αλλά το Loved Me Back To Life αποτελεί προϊόν μιας διαφορετικής εποχής. Γιατί εδώ και μια δεκαετία (περίπου) τα charts Η.Π.Α. και Βρετανίας δεν πολυαγαπούν τη Céline Dion, ενώ κι εκείνη έχει βρεθεί σε αμηχανία ως προς την εν λόγω αγορά, επιλέγοντας έτσι να κυκλοφορεί αγγλόφωνους δίσκους σε αραιά μόνο διαστήματα· 7 χρόνια χωρίζουν το νέο της πόνημα από τον προκάτοχό του, για του λόγου το αληθές. Οπότε η δική μου περιέργεια έγκειται στο εξής: τώρα που έφτασε πια στα 45, είναι άραγε σε θέση να αξιοποιήσει το στάτους της ως υπέρλαμπρη πλανητική ντίβα και να κοντρολάρει αποτελεσματικά τις οκτάβες της και τις σοπράνο ικανότητές της, ώστε να φτιάξει κάτι με στοιχειώδες έστω ενδιαφέρον;
Η απάντηση δεν αποδεικνύεται απλή υπόθεση· είναι και ναι, και όχι... Σ' αυτό πάντως το κομψί/κομψά μεταίχμιο, η Céline Dion προλαβαίνει να διασωθεί από τις πολλές-πολλές κακοτοπιές και τουλάχιστον να διεκδικήσει το δικαίωμα να υπάρχει, έστω και με τους συντηρητικούς όρους της. Στη συνολική δηλαδή εικόνα είναι πράγματι αδύνατον να παραβλέψεις το οφθαλμοφανές λάθος της να διασκευάσει το "Lullaby (Goodnight, My Angel)" του Billy Joel στη βάση μιας εντελώς νερόβραστης παραγωγής του Babyface ή την επιμονή της να πει κι εκείνη το "How Do You Keep The Music Playing?" του Michel Legrand –μπαίνοντας σε συγκρίσεις με τη Barbra Streisand και τη Shirley Bassey, στις οποίες χάνει. Ή να μη σταθείς στο πόσο ρουτινιάρικα, αφόρητα ρουτινιάρικα, ηχεί το ντουέτο της με τον Stevie Wonder στο "Overjoyed" (αν και ομολογουμένως φταίει και ο Wonder εδώ, γιατί εκείνος το έχει γράψει).
Συγκρίνω όμως το Loved Me Back To Life με το One Heart του 2003: κι ενώ το τελευταίο θα σκότωνε για ένα top-40 hit, το πρώτο δείχνει ευχαριστημένο με το να μη βγάλει και κανένα. Η φετινή Dion είναι η πιο χαλαρή Dion που έχω ακούσει κι εγώ δεν ξέρω από πότε. Μια τραγουδίστρια η οποία επιτέλους δεν τραγουδάει τα αγγλικά κατά τρόπο κατεψυγμένο, μα εμπλέκεται συναισθηματικά με το υλικό της και δείχνει να διασκεδάζει λίγο την ύπαρξή της, αντί να έχει το μυαλό της στα λογιστικά.
Μπορεί δηλαδή να μη δοκιμάζει τίποτα έξω από τα πλαίσια στα οποία έχει συνηθίσει να κινείται, αλλά βρίσκει τον τρόπο να κάνει ένα χαριτωμένο R'n'B ντουέτο με τον Ne-Yo ("Incredible"), να παραδώσει μια όμορφη διασκευή στο "Water And Flame" του Daniel Merriweather, να τραγουδήσει το "At Seventeen" της Janis Ian αναπλάθοντας κάτι από την απαράμιλλη πίκρα του πρωτοτύπου και να σταθεί στο ύψος των δύο καλύτερων νέων κομματιών της εδώ συγκομιδής ("Somebody Loves Somebody", "Breakaway"), παραδίδοντας συγκροτημένες ποπ ερμηνείες.
Θαύματα ασφαλώς δεν γίνονται, πάντως με αυτήν τη Céline Dion εγώ τουλάχιστον μπορώ να συνυπάρξω. Μπορούμε ρε παιδί μου να πίνουμε πού και πού έναν καφέ, ακόμα κι αν παραμένει γεγονός ότι φίλοι δεν θα γίνουμε.
{youtube}mS76fAFumtk{/youtube}