Από μόνος του, ο τίτλος καθιστά το πλαίσιο συζήτησης προφανές. Βρισκόμαστε στον τόπο του ιερού, στον τόπο όπου το γήινο φιλοδοξεί να επικοινωνήσει με το απώτερο, να ενωθεί με ό,τι το υπερβαίνει. Πώς όμως προσεγγίζεται αυτό το μεγαλειώδες, το υπερβατικό, αυτός ο ου-τόπος όπου κατοικεί το ιερό; Και, πολύ περισσότερο, πώς μπορεί μια τέτοια προσέγγιση να μεταφραστεί σε ήχο;
Δεν μοιάζει δύσκολο να φανταστεί κανείς δύο πιθανές ολισθήσεις: η πρώτη έχει να κάνει με τον υπερτονισμό του υποβλητικού στοιχείου, με το υπέρμετρο δέος το οποίο μπορεί να εμπεριέχεται σε μια «καταγραφή» του ιερού· με την απεικόνιση εν τέλει του απρόσιτου της ιερότητας ενώπιων θνητών ανθρώπων. Απ’ την άλλη μεριά, η δεύτερη περίπτωση μπορεί να μας εκτρέψει σ’ έναν ασύμμετρο ανθρωπομορφισμό και στον ρηχό εσωτερισμό new age θεωριών περί της ιερότητας μέσα μας και των «10 τρόπων με τους οποίους μπορούμε να την αποκτήσουμε».
Υπό αυτήν την έννοια, η προσέγγιση του τρομπετίστα, τραγουδιστή και συνθέτη Arve Henriksen θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απολύτως «λελογισμένη»: αισθάνεται και μεταφέρει το δέος, αλλά δεν το αφήνει να τον κατακλύσει. Ομοίως, προσεγγίζει το ανθρώπινο εντός του ιερού, αλλά φροντίζει να αποφύγει βολικές αφαιρέσεις ή επιφανειακές προσθέσεις. Υπάρχει ένα σαφές μέτρο στη μουσική του Νορβηγού, μια άρρητη πειθαρχία, ταυτόχρονα όμως και μια ελευθερία –μια προφανής «ανοικτότητα». Διακριτική και σχεδόν διάφανη στις αποτυπώσεις της, πειθαρχημένη μα και ελεύθερη, η μουσική δεν προβάλλει ως σκοπό την επιβολή της παρουσίας της. Αντιθέτως, απλώνει στον ηχητικό χώρο, προσκαλώντας φίλους και εχθρούς να γνωρίσουν τις πιο εσώτερες των αρμονικών ισορροπιών της. Αναφέρεται άλλωστε σε ένα μεγαλείο τόσο φυσικό και αυτονόητο, ώστε δεν χρειάζεται παράτες και θορυβώδεις επιβεβαιώσεις, παρά μόνο μια αχνή σκιαγράφηση.
Σε βοήθεια αυτής της σκιαγράφησης, προστρέχει και η ονοματολογία των συνθέσεων. Το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή (“Adhan”), η ινδουιστική θεότητα της μουσικής, της γνώσης και των τεχνών (“Saraswati”), ένα τέμπλο των Χμερ (“Bayon”), ένας θρήνος (“Lament”), ένας εγκαταλελειμμένος καθεδρικός (“Abandoned Cathedral”), ακόμα κι ένας επιστάτης εκκλησίας (“The Sacristan”)· όλα φανερώνουν διαφορετικές όψεις της λατρευτικής δραστηριότητας –τον τρόπο ή τον τόπο λατρείας, αλλά και την άμεση σύνδεσή της με την ανθρώπινη εμπειρία (ή και ρουτίνα). Να λοιπόν ένα σημαντικό πλεονέκτημα του PlacesOfWorship: η σφαιρικότητα με την οποία ο Henriksen προσεγγίζει το θέμα του.
Βεβαίως, στην εν λόγω σφαιρικότητα των τοποθετήσεων, ο Henriksen δεν αναζητεί στοιχεία τα οποία θα μεταμορφώσουν το προσωπικό του στίγμα. Δεν είναι η μεταμόρφωση ο σκοπός· όχι όταν το στίγμα αυτό είναι σαφές και δουλεμένο ενδελεχώς επί περίπου μια εικοσαετία (σε σχήματα όπως οι Supersilent ή οι Food, σε συνεργασίες με μουσικούς όπως ο David Sylvian και σε προσωπικούς δίσκους όπως το Chiaroscuro ή το Cartography). Σκοπός είναι η αναζήτηση ερεισμάτων για να προχωρήσει ένας διάλογος πιο κάτω· η έκθεση σε εκφραστικές διεξόδους που κάνουν τη γραφή περισσότερο διεισδυτική. Εν τέλει, ένα σαφέστερο και πληρέστερο πλαίσιο, στη βάση του οποίου θα οριστούν εκ νέου προϋπάρχοντες συλλογισμοί ή θα προκύψουν καινούργιοι.
Επί του πρακτέου, η επιτέλεση στηρίζει πολλά σε δύο από τους χρόνιους συνεργάτες του Henriksen, τους Erik Honore και Jan Bang. Με τα ηλεκτρονικά, τα samples και τα συνθεσάιζερ τους, καλούνται να δημιουργήσουν μια στέρεα βάση πάνω στην οποία θα πατήσει το χαρακτηριστικό θρόισμα της τρομπέτας του Νορβηγού για να χαράξει τις βασικές συντεταγμένες. Φτιάχνουν λοιπόν εύθραυστες ατμόσφαιρες, ένα διάφανο φόντο, το οποίο υποστηρίζει εξαιρετικά τις δραματοποιημένες, συνήθως αργές και συρτές φράσεις της τρομπέτας, όπως και τους μη λεκτικούς βοκαλισμούς της. Περιστασιακά συνδράμουν και καλεσμένοι –ο Lars Danielsson με το κοντραμπάσο του, οι Stahlquartett με τα περίεργα μεταλλικά όργανά τους (τα stahlcello) ή ο Eivind Aarset με την κιθάρα του– προσθέτοντας κάποιες επιπλέον διαδρομές.
Οι καίριες μορφές που παίρνει ο διάλογος του Henriksen με τις ατμόσφαιρες των Honore και Bang κάνουν το PlacesOfWorship καθηλωτικό. Διότι είναι ένας διάλογος λεπτομερειακός, λιτός και ουσιώδης, ενδοστρεφής σίγουρα μα όχι κλειστοφοβικός. Και είναι αυτή η σχεδόν αλάνθαστη μελωδικότητά του, που καθιστά το άλμπουμ μια ακλόνητη απόδειξη ότι ο δημιουργός του ανταποκρίνεται πλήρως στη φήμη του ως ένα από τα σημεία αναφοράς σε τούτη την πλευρά της σκανδιναβικής τζαζ.
{youtube}GBjmvUTtpMg{/youtube}