Η Σκανδιναβία έχει δώσει κατά καιρούς υπέροχες μουσικές, είτε μιλάμε για ποπ και ροκ, είτε για μέταλ, είτε για τζαζ. Οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτές τις περιοχές φέρνουν μαζί τους (εκτός από την παροιμιώδη μελαγχολία και εσωστρέφεια) έναν λυρισμό και μια ένταση που, όταν εκφράζονται δημιουργικά, συχνά δίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα –και μάλιστα πολύ καλύτερα από εκείνων που διαμένουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο τραγουδοποιός Christian Kjellvander γεννήθηκε μεν στη Σουηδία, όμως σε ηλικία μόλις 6 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αμερική, ενώ μερικά χρόνια αργότερα –στην εφηβεία– επέστρεψε ξανά στα πάτρια εδάφη. Όπου και ξεκίνησε να φτιάχνει μουσική, αρχικά με το σχήμα των Loosegoats κι αργότερα σε μια πιο μοναχική πορεία: η ποικιλία των επιρροών του δεν μπορούσε να εκφραστεί με τον τρόπο που εκείνος ήθελε, μέσα στα αυστηρά (και πολυφωνικά) πλαίσια μιας μπάντας.
Κάπως έτσι, πήρε τις αναμνήσεις του από τον Bruce Springsteen, τον Neil Young και τον Gram Parsons και βούτηξε σε ένα κράμα από φολκ, ροκ και alt-country, στη βάση του οποίου η παραδοσιακή σκανδιναβική μουσική ήρθε πιο κοντά στη λαϊκή μουσική των Η.Π.Α. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε τον πέμπτο του προσωπικό δίσκο, που ηχογραφήθηκε σε μια παλιά εκκλησία της σουηδικής εξοχής, η οποία διαμορφώθηκε σε στούντιο. Εκεί, τον περασμένο Ιούνιο, ο Kjellvander προσκάλεσε μερικά από τα μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του Γκέτεμποργκ και μαζί έχτισαν ένα ατμοσφαιρικό μωσαϊκό ήχων.
Με βαρύτονη φωνή που θυμίζει κάτι από Bill Callahan (αλλά στο πιο βελούδινο) και με εξαιρετική προφορά των μεσοπολιτειών της Αμερικής, ο Kjellvander τραγουδάει στο ThePitcher για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την απόγνωση, τη μελαγχολία, αλλά και την ανακούφιση μετά την καταιγίδα. Η φωνή του –σταθερή και δίχως ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα– βρίσκεται στο κέντρο μιας δίνης που άλλοτε κινείται αργά κι άλλοτε γρήγορα, ενώ γύρω της στροβιλίζονται πνευστά, βιολιά, βιόλες και τσέλο, χορεύοντας σε country folk και μπλουζίστικους ρυθμούς μαζί με ηλεκτρικές εκκενώσεις από κιθάρες, τύμπανα, πλήκτρα και μπάσο.
Το “Mariner” ξεκινάει με τους πένθιμους ήχους των πνευστών και εγχόρδων της συμφωνικής ορχήστρας, αλλά στη συνέχεια –όταν μπαίνει η φωνή του Kjellvander– γίνεται πιο ανάλαφρο, κινούμενο σε πιο ποπ μονοπάτια. Το “The Zenith Sunset” έχει πιο ροκ διάθεση: γεμίζει τον αέρα με παραμορφωμένα riffs, πλήκτρα και μια ρυθμική «συνομιλία» μεταξύ ντραμς και μπάσου, η οποία κλιμακώνεται σταθερά. Στο “The Trip”, πάλι, το σκηνικό αλλάζει εντελώς σε μια λιτή ακουστική country folk μπαλάντα, με ανδρικά και γυναικεία φωνητικά (εδώ τραγουδάει και η σύζυγος του μουσικού, Therese).
Από το άλμπουμ δεν λείπουν και τα κλασικότροπα ιντερμέδια όπως το “The Field Before”, το οποίο εύκολα οδηγεί τον ακροατή στον λυρισμό του “The Crow” αμέσως μετά, με το reverb και τις mariatchi αποχρώσεις. Λίγο αργότερα, στο “The Valley”, ο Σουηδός τραγουδοποιός μοιάζει να βρίσκεται υπό την επήρεια του Bruce Spingsteen, τόσο σε επίπεδο σύνθεσης όσο και απόδοσης: τραγουδάει ακριβώς όπως το «Αφεντικό», σε μια μεταμόρφωση φωνής που ξαφνιάζει –όχι πάντως δυσάρεστα.
Ο 37χρονος δημιουργός δεν φτιάχνει αριστουργήματα που θα σε αφήσουν ενεό, απλώς ξέρει πολύ καλά να δημιουργεί ρομαντικές και σκοτεινές ιστορίες με τα υλικά τα οποία διαθέτει, χτίζοντάς τις πάνω σε απλές μελωδίες –όχι απαραίτητα πρωτότυπες, αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσες, ειδικά ως προς τον τρόπο που τις εμπλουτίζει. Η παρουσία συμφωνικής ορχήστρας, ας πούμε, δεν φορτώνει τον ήχο μα αντιθέτως τον ενισχύει, αναδεικνύοντας τις συνθέσεις και δίνοντάς τους περιθώριο να αναπνεύσουν χωρίς περιττά στολίδια εντυπωσιασμού.
To ThePitcher μπορεί να μην ξεπερνά τα 35 λεπτά, όμως μέσα σε αυτή τη διάρκεια ο Christian Kjellvander καταφέρνει να δείξει και τη δουλειά που έχει ρίξει, μα και το μεράκι του, με συνθέσεις οι οποίες ξεδιπλώνουν όμορφα τις πτυχές της americana, αλλά και τις αγγλικής folk, μέσα από το μελαγχολικό φίλτρο της Σκανδιναβίας· με ενορχήστρωση μάλιστα τόσο περίτεχνη, ώστε ίσως να τη ζήλευε ο Andrew Bird, οι Lambchop, ακόμα και οι Tindersticks.
{youtube}D7mLjFhwBkc{/youtube}