Αινιγματική περίπτωση ο Βρετανός Burial. Και δεν εννοώ στο πλαίσιο της ανωνυμίας που καλλιεργήθηκε (ή καλλιέργησε έντεχνα ο ίδιος) κατά τη διάρκεια της πορείας του: μέχρι πρότινος δεν έδειχνε το πρόσωπό του, δεν φανέρωνε την ταυτότητά του και δεν έδινε απ’ ευθείας συνεντεύξεις όταν του ζητούσαν να μιλήσει για την ιδιότυπη ηλεκτρονική του μουσική, που τόσο ξαφνικά έσκασε στη χορευτική σκηνή της χώρας του, φέρνοντας τα πάνω-κάτω με ελάχιστα στρώματα πυκνού ηλεκτρονικού ήχου και καινοτόμων ρυθμικών παλμών.

Όλα τα παραπάνω κάποια στιγμή διαλύθηκαν σαν τον καπνό που αιωρείται μόνιμα πάνω από τις ηχητικές του ιδέες, προσθέτοντας ατμόσφαιρα και κινηματογραφικό σασπένς: φανέρωσε ποιος τελικά είναι –τον λένε William Bevan– κι εφόσον έφυγε αυτό το βάρος επάνω από όλους μας, ας δώσουμε περισσότερη σημασία στα όσα έχει να πει με τη μουσική του, παρά στα περιφερειακά της, που στο κάτω-κάτω ελάχιστο ενδιαφέρον έχουν τελικά. Ασφαλώς, ακόμη συνεχίζεται το αστείο γύρω από την ταυτότητά του, με ορισμένους να ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ψευδώνυμο του Four Tet ή ακόμα και του Thom Yorke· ισχυρισμοί που μάλλον θα παραμείνουν στη σφαίρα της αστειότητας.

Το αινιγματικό της όλης υπόθεσης βρίσκεται λοιπόν στο κατά πόσο έχει τελικά ξεκαθαριστεί ότι αυτός ο Λονδρέζος –ο οποίος «το μόνο που θέλει είναι να γράφει μερικά κομμάτια» – μπορεί να συντηρεί ακόμη το ενδιαφέρον μας για τη μουσική του, χωρίς να μας τυραννούν σκέψεις για το αν επαναλαμβάνεται με την εμμονική του προσκόλληση σε συγκεκριμένες ηχητικές διαστάσεις και αισθητικά πλάνα. Οφείλουμε να τον δεχόμαστε ως έχει, συμφιλιωμένοι με την ιδέα ότι διαθέτει αδιαμφισβήτητα τη δική του μουσική ταυτότητα, άρα είναι απολύτως θεμιτό να κινείται αέναα γύρω από ένα δημιουργικό πεδίο που έχει ξεκάθαρα ορίσει ως προσωπικό από το ξεκίνημά του μέχρι κι ετούτη τη νέα του κυκλοφορία;

Τα δύο πρώτα του άλμπουμ –ένα ομώνυμο του 2007 και το Untrue της επόμενης χρονιάς– προσγειώθηκαν την περίοδο ακριβώς που μεγαλουργούσε στη Μεγάλη Βρετανία το παρακλάδι της electronica που ονομάζουμε dubstep, κυκλοφόρησαν από την εμβληματική ετικέτα του είδους Hyperdub και θεωρήθηκαν ο μπούσουλας σύμφωνα με τον οποίο κρίθηκαν όλες οι παρεμφερείς δουλειές του χώρου. Διακρίνονταν βέβαια για διαφορετικές αρετές από τα υπόλοιπα πονήματα της σκηνής: δεν είχαν τους ίδιους χτύπους στην καρδιά τους –χτύπους που στην πλειονότητα των περιπτώσεων έγιναν (από κάποια στιγμή και μετά) τόσο προβλέψιμοι, ώστε γρήγορα χάθηκε το ενδιαφέρον από μεγάλη μερίδα του κόσμου που ακολούθησε το συναρπαστικό νέο μουσικό ιδίωμα· και δεν απευθύνονταν στις πίστες, αλλά ένιωθαν πολύ άνετα ως συντροφιά στα ακουστικά του ακροατηρίου τους. Το κλισέ θέλει επίσης τη μουσική του Burial να αποτελεί το «τέλειο αστικό σάουντρακ», μια μοναδική συντροφιά για βόλτες με τα πόδια στα βρεγμένα ημίφωτα σοκάκια της πόλης. Ένα κλισέ όμως που καλώς ή κακώς είναι τόσο αλήθεια και ισχύει μέχρι κεραίας…

Μετά από τα δύο άλμπουμ, ο Burial επέλεξε τον δρόμο του 12ιντσου και της ευκαιριακής συνεργασίας, παρά της ολοκληρωμένης κατάθεσης. Δούλεψε παρέα με τους Massive Attack αλλά και με τους Four Tet και Thom Yorke (ο οποίος ξέρει να φέρνει κοντά του ένα σπουδαίο ταλέντο όταν το βλέπει) επάνω σε μουσικές άλλων, προσθέτοντας πινελιές με συστατικά τα οποία πρόδιδαν ξεκάθαρα τον δημιουργό τους. Από εκεί και πέρα, έχει δώσει στον λαό του τρία 12ιντσα σ’ ένα διάστημα δύο ετών, χαρακτηριζόμενα από μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, τα οποία απαρτίζονται από μικρότερα κι ελαφρώς ασύνδετα μεταξύ τους ψήγματα λεπτομερειών μιας σύγχρονης ζωής.       

Το ίδιο κάνει και στο RivalDealer EP, στη νέα του τριπλέτα κομματιών που για μία ακόμη φορά έριξε απροειδοποίητα στο φως της κυκλοφορίας στα μέσα του Δεκέμβρη. Το "Hiders" τον εμφανίζει σε απροσδόκητα μπιτάτη φόρμα, λες κι αποφάσισε ξαφνικά πως μια πιο εξωστρεφής εκφραστική δίοδος δεν θα του κάνει κακό στην τελική. Ξανά παρόντα βέβαια τα σπασμένα γυναικεία φωνητικά που αποτελούν και το σήμα κατατεθέν του, δίνοντας μια ελαφρώς έξω-απ’-αυτόν-τον-κόσμο χροιά στην ηχογράφηση. Άχρωμα και χωρίς συναίσθημα, γίνονται εθιστικά και απωθητικά ταυτόχρονα, στρώνοντας ένα ιδιαίτερα γνώριμο φόντο σε όσα ακούγονται εδώ.

Το "Rival Dealer" καταλαμβάνει την πρώτη πλευρά του EP (που έρχεται μ’ ένα τυπικό, custom εξώφυλλο με το λογότυπο της Hyperdub και τίποτα άλλο που να δηλώνει τον καλλιτέχνη ο οποίος υπογράφει το εντός του βινύλιο): ξεκινάει με το beat του "Paid In Full" κι από εκεί και μετά ξεχύνεται σε διάφορους προορισμούς στα σχεδόν 11 λεπτά του, αποτελώντας μια συρραφή από ξεχωριστές ιδέες, οι οποίες ανακατεύτηκαν στο ίδιο μπλέντερ με διφορούμενα αποτελέσματα. Πολλές παύσεις, πολύς στατικός ηλεκτρισμός, βροχή και υγρασία, και μια μόνιμη απειλή να κρέμεται επάνω από τα ηλεκτρονικά συγκοπτόμενα θέματα. Κι όπως δηλώνει ο ίδιος ο Burial, «τα κομμάτια έχουν ένα ενιαίο θέμα ενάντια στον εκφοβισμό που θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν κάποιον να πιστέψει στον εαυτό του, να μην φοβάται, να μην τα παρατάει, και να ξέρει ότι κάποιος εκεί έξω νοιάζεται και τον αναζητά».

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το 13λεπτο "Come Down To Us". Μια απόμακρη γυναικεία φωνή μας προϋπαντεί λέγοντας λίγο φοβισμένα «Συγγνώμη, έχω χαθεί…», για να έρθει σχεδόν αμέσως η ζεστή, καθησυχαστική απάντηση «Ποιος είσαι; Γιατί δεν έρχεσαι σ’ εμένα;». Για λίγο το σκοτάδι διαλύεται και φως μπαίνει στους ήχους του Burial, ενώ το τραγούδι που ακολουθεί φλερτάρει με τους R'n'B σκοπούς. Φυσικά οι διαθέσεις εναλλάσσονται και μάλιστα αρκετά απότομα –κανείς δεν είπε άλλωστε ότι το ταξίδι στον κόσμο του Βρετανού παραγωγού είναι άνετο και με ευδιάθετες ψυχολογικές διαθέσεις. Στο τέλος του κομματιού ακούμε τη συγκινητική κατάθεση της Lana Wachowski (της γνωστής transsexual, το ένα από τα δύο αδέλφια του σκηνοθετικού διδύμου που μάθαμε από τις ταινίες Matrix), παρμένη από μια ομιλία της σε εκδήλωση της Εκστρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (2012), στην οποία μιλάει για το πώς αισθανόταν όταν δεν μπορούσε να αγαπηθεί λόγω των επιλογών της.

Μέσα από τα λόγια της Wachowski ο Burial προσπαθεί να περάσει το δικό του μήνυμα αγάπης, ένα μήνυμα διαχρονικό και επίκαιρο μέσα στα στενά της πόλης την οποία χρόνια τώρα σκιαγραφεί με τη μουσική του. Είναι σπουδαίος, αν και το πέπλο του déjà vu πέφτει με χάρη επάνω από τους δίσκους του· και μοναδικός, παρότι η αίσθηση του οικείου γίνεται ολοένα και πιο έντονη με την πάροδο του χρόνου επάνω από την Τέχνη του.

 

{youtube}M1bb2JakOmo{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured