«Άμορφη, αφηρημένη, αλλά την ίδια στιγμή αρμονική και ευφωνική»: έτσι είχε περιγράψει τη μουσική του Oneohtrix Point Never ο συγγραφέας/δημοσιογράφος Simon Reynolds στο βιβλίο του Retromania, αναφερόμενος στο Rifts του 2009. Και μπορεί από το Rifts μέχρι σήμερα ο κατά κόσμον Daniel Lopatin να έχει προλάβει να αλλάξει δυο-τρεις φορές προσανατολισμό, η περιγραφή όμως του Reynolds ευσταθεί ακόμα. 

Το πρώτο της σκέλος, αφορά στο πώς ο Lopatin προσεγγίζει την έννοια της σύνθεσης. Η «αμορφία» ή το «αφηρημένο» (ή και τα δύο μαζί) θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν σχεδόν οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει από το 2007 που βρίσκεται στη πιάτσα και δώθε· είτε μιλάμε για την επιμονή σε απλωτά drones, είτε για τη λεπτή αυτή τεχνική της σύνθεσης ως συρραφή επεξεργασμένων ηχητικών δειγμάτων –τις δύο δηλαδή κεντρικές επιλογές του. Παρόλο που στο RPlusSeven μοιάζει να γίνεται λιγάκι πιο «συγκεκριμένος», σπανίως αφήνει τα samples ή τις γραμμές των συνθεσάιζερ να αναπτυχθούν τόσο, ώστε να αποκτήσουν οριστική μορφή. Περισσότερο εκμεταλλεύεται τη δυναμική που αναπτύσσουν ήχοι οι οποίοι πλανώνται στην ατμόσφαιρα, κάνουν ένα πέρασμα, κι εξαφανίζονται με την ίδια ευκολία με την οποία εμφανίστηκαν· ήχοι που χρησιμοποιούνται περισσότερο σαν να παραπέμπουν σε κάτι, παρά ως αυτοτελείς ιδέες ικανές να οδηγήσουν κάπου. 

Το «πιο συγκεκριμένο» έγκειται λοιπόν στην προτεραιότητα του RPlusSeven να δομήσει έναν ζεστό, τρισδιάστατο ηχητικό χώρο, παρά να αγωνιά για το πού θα (μπορούσαν να) οδηγήσουν οι παρουσιαζόμενες ιδέες. Και τα συμπεράσματα των προηγούμενων πειραμάτων του Lopatin κρίνονται αρκετά για να θέσουν τους όρους μιας τέτοιας δόμησης. Υπό αυτό το σκεπτικό, το νέο του άλμπουμ αρκείται στα πεπραγμένα και δεν σημαδεύει κάποια νέα αρχή για τον δημιουργό του.

Ωστόσο ο Daniel Lopatin δεν είναι από εκείνους που αρέσκονται στο εκ του ασφαλούς. Είναι κατ' αρχάς ο κάπως ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίον σχεδιάζει το RPlusSeven· η επιμονή του λ.χ. σε σύντομες φράσεις που δεν αναπτύσσονται ποτέ ή σε άλλες, που δείχνουν να χτίζουν μια ένταση μα απλώς εξαφανίζονται όταν τις περιμένεις να εκραγούν. Είναι όμως και η μεγαλύτερη φροντίδα που δείχνει για το δεύτερο σκέλος της περιγραφής του Reynolds: τις ευφωνικές χροιές των ηχητικών του εργαλείων. Πιο καλογυαλισμένες από ποτέ, γίνονται ονειρικές με έναν παράδοξο τρόπο, την ίδια στιγμή που η λεπτή ειρωνεία η οποία ενυπάρχει στον τρόπο της τοποθέτησής τους, σαμποτάρει τις ίδιες τους τις επιδιώξεις. Κάπως έτσι, ο δίσκος καταφέρνει να χτίσει μια δική του ατμόσφαιρα, η οποία μπορεί να είναι επιβλητική και ταυτόχρονα (αυτο)σαρκαστική. Και πάνω σ’ αυτήν να βασίσει σημαντικό μέρος της επιτυχίας του.

Δίχως αμφιβολία, το RPlusSeven είναι η πιο προσβάσιμη δουλειά του Oneohtrix Point Never –ίσως το γεγονός ότι είναι η πρώτη του που κυκλοφορεί μέσω της Warp να δίνει μια εξήγηση· στα σίγουρα πάντως δίνει μερικές σχετικά αναπάντεχες παραπομπές, λ.χ. στους Boards Of Canada ή στις 1990s ημέρες της Warp που «ακούγονται» (αντίστοιχα) στα “Zebra” και “Problem Areas”. Γενικώς απέχει από το να συνιστά το αριστούργημα για το οποίο έκαναν λόγο ορισμένοι, φανερώνει ωστόσο έναν μουσικό που μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε κίνηση, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν κάνει ούτε το παραμικρό βηματάκι.

{youtube}uvDzaQOSZ3E{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured