Η αρχή έγινε το 2007 με το EP Metropolis: Suite I (The Chase). Εκεί η Janelle Monáe μας σύστησε το alter ego της, το ανδροειδές Cindi Mayweather, και ξεκίνησε μια αρίθμηση η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα: οι σουίτες νούμερο ΙΙ & ΙΙΙ πήραν τη μορφή της πρώτης μεγάλης κυκλοφορίας της (το άλμπουμ The Archandroid του 2010), ενώ τα νούμερα IV & V αποτελούν τις δύο ενότητες του παρόντος δίσκου. Ένα έργο που θα ολοκληρωθεί σε επτά συνέχειες και το οποίο η Monáe έχει εμπνευστεί από τον δυστοπικό φουτουρισμό του Fritz Lang και της θρυλικής Metropolis.
Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά όλα τούτα μου φαίνονται κάπως ξένα για τον φανταχτερό χώρο του σημερινού R'n'B· η λάμψη του οποίου μοιάζει να στηρίζει πολλά στο εφήμερο και επομένως σπανίως θα το βρει κανείς να σπαζοκεφαλιάζει για συνέχειες ή για μακροσκελείς αλληλουχίες. Η Monáe ξεχωρίζει ακριβώς γιατί προσπαθεί να γεφυρώσει αυτήν την αμεσότητα του εφήμερου με την εμβάθυνση σε μια συγκεκριμένη συλλογιστική –η οποία βεβαίως προϋποθέτει συνέχειες, όπως επίσης και λεπτή διαχείριση των μεταπτώσεων και των διακυμάνσεων. Από την ισορροπία μιας τέτοιας σχέσης εξαρτάται η επιτυχία του όλου εγχειρήματος, άρα και του Electric Lady.
Υπό μία έννοια, είναι λογικό που το Electric Lady εμφανίζεται βελτιωμένο συγκριτικά με το Archandroid. Όχι μόνο γιατί το μεν επωφελείται από όσες εμπειρίες αποκόμισε η Monáe φτιάχνοντας το δε· αλλά και γιατί η διατήρηση του ίδιου alter ego στο κεντρικό πλάνο της θεματολογίας λειτουργεί κάπως σαν πλατφόρμα εξέλιξης: περιγράφονται περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα, ο ίδιος γίνεται πληρέστερος και άρα δημιουργείται η ανάγκη να εκφραστούν περισσότερες σκέψεις και περισσότερα συναισθήματα (ή έστω να γίνουν διεξοδικότερα τα ήδη εκπεφρασμένα). Κι όταν μιλάμε για ένα κόνσεπτ αποτυπωμένο σε νότες, τραγούδια και δίσκους, τότε όλα αυτά καθιστούν αναγκαία την εκλέπτυνση των μουσικών εργαλείων. Πρόκληση η οποία εδώ αντιμετωπίζεται επιτυχώς.
Στο Electric Lady, λοιπόν, η Janelle Monáe εμπλουτίζει την παλέτα της, λαμβάνοντας μια πιο ευρεία «χορηγία» από τη μουσική παρακαταθήκη της μεταπολεμικής μαύρης κουλτούρας, φωτίζοντας με αυτήν πιο καθαρά τις παραπάνω διακυμάνσεις. Υπήρχε βέβαια εξ αρχής ως στόχος να εμφανίζεται το έργο της ως τέκνο της συγκεκριμένης κουλτούρας, μόνο που τώρα ο στόχος μάλλον περικλείει περισσότερα και επιτυγχάνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο Marvin Gaye και οι Sly & The Family Stone, η σόουλ και το φανκ, το χιπ χοπ, το R'n'B ή τα ψυχεδελικά περάσματα (ακόμα και μια πινελιά από reggae στο καταληκτικό “What An Experience”), προσφέρουν σημαντικό εύρος δυνατοτήτων και εκφραστικών εργαλείων, τα οποία τυγχάνουν πειστικής διαχείρισης.
Στον συγκεκριμένο δρόμο η Janelle Monáe έχει σημαντική στήριξη. Ο Prince σκάει πρώτος-πρώτος από τους προσκεκλημένους (στο δεύτερο μόλις κομμάτι, “Given 'Em What They Love”), όχι μόνο για να χαρίσει κάτι από την αναμφισβήτητη αίγλη του, αλλά και για να προσθέσει τα δικά του μουσικά συμφραζόμενα. Αντίστοιχα δρουν και οι υπόλοιποι –η Erykah Badu, η Esperanza Spalding ή ο Miguel. Αλλά και τις περισσότερες φορές που η Monáe δρα χωρίς κάποιο χτυπητό «featuring», λαμβάνει σταθερά τη βοήθεια των συντρόφων της από τη Wondaland Arts Society• από τους οποίους σαφώς ξεχωρίζουν οι δύο κιθαρίστες Kellindo Parker και Roman GianArthur, καθώς προσφέρουν τις πιο καίριες σχηματοποιήσεις. Κατορθώνεται έτσι όχι μόνο να κουβαληθεί το βάρος των όσων αναλαμβάνει η Monáe, αλλά και να γίνει σχετικά ευδιάκριτη η προσωπική της σφραγίδα, σ’ ένα μουσικό πεδίο στο οποίο γενικά επικρατεί συνωστισμός, καθιστώντας ζητούμενο τον διαχωρισμό της ήρας από το στάχυ.
Έτσι, μόνο ως επιτυχία μπορεί να καταγραφεί το Electric Lady. Παρ' όλο που υπάρχουν ορισμένες –λίγες– περιστάσεις μειωμένης δυναμικής (περιστάσεις όπου δεν αποφεύγονται ορισμένες εύκολες λύσεις), δεν είναι εκείνες που τελικά το χαρακτηρίζουν. Ο δίσκος αναδεικνύεται απολύτως λειτουργικός ως προς τη συνέχιση της ιστορίας της Cindi Mayweather· φανερώνει επίσης ένα εξαιρετικό ποπ αισθητήριο, αλλά ταυτόχρονα και μια διάθεση η οποία διατηρεί αποστάσεις από εφησυχασμούς και προκάτ απαντήσεις.
{youtube}21X7ALvwN8Y{/youtube}