Ποιος –πέραν του γράφοντος και μερικών φίλων του– χρειάζεται πραγματικά ένα ακόμα άλμπουμ του Paul McCartney; Ποιος στην εποχή των Arcade Fire, των Arctic Monkeys, των Daft Punk και των λοιπών σουπερνόβα ασχολείται ακόμα με τα έργα ενός 71χρονου, έστω κι αν μιλάμε για τον πιο επιτυχημένο τραγουδοποιό ever (εμπορικά, σύμφωνα με τα βιβλία των ρεκόρ, αλλά και καλλιτεχνικά, σύμφωνα με εμένα); Όσοι κι αν είναι αυτοί, ο νέος του δίσκος, με τον... ευφάνταστο τίτλο New, έχει τα φόντα να τους πολλαπλασιάσει.
Είναι ο πάντα διψασμένος για αναγνώριση και λατρεία εαυτός του McCartney που κρατάει το τιμόνι σε αυτήν την καινούρια δουλειά. Με συνεργάτες τέσσερις από τους πλέον περιζήτητους παραγωγούς της αγοράς (Mark Ronson, Ethan Johns, Paul Epworth & Giles Martin) και με μια τεράστια καμπάνια προώθησης, ο γερο-Macca προφανέστατα στοχεύει σε νέα –και, σε κάθε περίπτωση, όσο το δυνατόν περισσότερα– αφτιά, παίζει κυρίως τα ασφαλή χαρτιά του κι ελπίζει για το καλύτερο. Κι αν αναρωτιέστε εάν κάτι τέτοιο είναι κακό από μόνο του, η απάντηση είναι όχι. Το ίδιο κίνητρο, ο τέλειος ποπ δίσκος δηλαδή, οδήγησε τόσο τον ίδιο τον McCartney, όσο και πολλούς άλλους σε σπουδαία πράγματα κατά το παρελθόν.
Αν θέλετε τη γνώμη μου, ο στόχος επιτυγχάνεται με άνεση. Το New έχει όλα τα φόντα να ακουστεί, πρόκειται για δίσκο που κυλάει άνετα και διαθέτει αρκετές από εκείνες τις στιβαρότερες-από-τον-Διάβολο μελωδίες τις οποίες περιμένουμε από τον McCartney. Τσεκάρετε το κάπως ψυχεδελικό “Alligator”, ας πούμε, ή το γκλαμ υπερσίνγκλ “Queenie Eye” ή ακόμα το ομώνυμο του δίσκου, με τις σαφείς αναφορές στην επηρεασμένη από τους Beach Boys McCartney-ική γραφή των μέσων των 1960s. Αλλά και συνολικότερα, δεν υπάρχουν εδώ στιγμές που να τις λες για πέταμα: καμία σύνθεση δεν κουράζει, καμία δεν στέκεται κοντά στον συνολικό μέσο όρο.
Το πρόβλημα με το New είναι ότι περιέχει και τραγούδια από εκείνα που ο McCartney μπορεί να ξεπετάξει στο μισάωρο, κάτι για το οποίο άλλωστε φημίζεται. Πάρτε για παράδειγμα το εναρκτήριο “Save Us”: είναι ρυθμικό και γουστάρεις όσο το ακούς, αλλά δεν τρελαίνεσαι κιόλας –μέχρι που μαθαίνεις ότι προέκυψε από ένα τζαμάρισμα στο στούντιο. Ή το “Everybody Out There”, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των «πάμε όλοι μαζί» ύμνων που το πρώην Σκαθάρι έχει καταθέσει ήδη πολλάκις. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες στιγμές στον δίσκο, ακόμα περισσότερες αν προσθέσετε και τα έξτρα κομμάτια της deluxe έκδοσης (με την οποία καταπιάνεται και η παρούσα κριτική).
Ας κάτσουμε όμως λίγο να σκεφτούμε πότε μεγαλούργησε ο McCartney. Θα θυμηθούμε τότε ότι συνήθως χρειαζόταν μια ειδική συνθήκη, έναν σπασαρχίδη λ.χ. John Lennon να του τη λέει για τους στίχους του ή έναν αυθάδη Nigel Godrich να του απαγορεύει να ασχολείται με μέτρια τραγούδια –οι μεγάλες προκλήσεις ήταν πάντα που έβαζαν το τεράστιο ταλέντο του στο σωστό κανάλι. Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, η συνεργασία με ένα τσούρμο τζόβενα που του φέρονται με το «σεις» και με το «σας» δεν εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία, όσο κι αν μπόρεσαν κατά τα άλλα να του προσφέρουν μια ηχητική δροσιά, η οποία κολακεύει όλα τα καινούρια του πονήματα.
Εξαράκι έτσι για το New, γιατί ενώ είναι ένα ξεκάθαρα καλό και αποπνέον φρεσκάδα άλμπουμ, έχει να ανταγωνιστεί το βαρύ κι ασήκωτο παρελθόν του δημιουργού του. Μην ξεγελιέστε πάντως από τη βαθμολογία: ακούστε οπωσδήποτε το μυστηριώδες “Road” ή το υπέροχο “Early Days” –μια σπάνια στιγμή ξεγυμνώματος και αυτοβιογραφικής γραφής, στην οποία ο McCartney δεν διστάζει να φανερώσει έναν εαυτό για τον οποίο έχει λοιδορηθεί αλύπητα για χρόνια. Αλλά πλέον, σε όποιον αρέσει...
{youtube}5CfLUmVso30{/youtube}