Αποτυγχάνοντας να επικαιροποιήσει την καλλιτεχνική αξία του brand name του με το Relapse (2009) και με το Recovery (2010) –δίσκοι που σηματοδότησαν την επιστροφή του στο προσκήνιο μετά από πενταετή απουσία– ο Eminem έκανε το μόνο που του είχε απομείνει για να πετύχει τη μεγάλη επιστροφή: αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει ως πηγή έμπνευσης για το όγδοο στούντιο άλμπουμ του το κλισέ πισωγύρισμα στα χρόνια της υπέρογκης επιτυχίας. Εξ ου και ο αριθμός 2 δίπλα στο The Μarshall Mathers LP, με τον οποίον στοιχειοθετείται μια λογική sequel στο blockbuster εκείνο του 2000.
Ο αγαπημένος σε όλους(;) λευκός κρετίνος του χιπ χοπ, ο αυθάδης αυτός θεατρίνος, ο λεκτικός ζογκλέρ Mn'M που –ωσάν οδοστρωτήρας– μπούκαρε στα μαύρα λημέρια της rap μουσικής πίσω στο 1999 κάτω από την περσόνα του προκλητικού γελωτοποιού Slim Shady, επιλέγει λοιπόν να επικαλεστεί εκ νέου τη μούσα εκείνου του (όχι και τόσο) μακρινού παρελθόντος, ανασύροντας μια εγνωσμένης αξίας υφολογική βάση ως αφετηρία αναζήτησης της ψυχοσύνθεσης του 40άρη –πλέον– εαυτού του.
Με τα ομοφοβικά και μισογυνικά του ένστικτα πάντα παρόντα και με το χαρακτηριστικό του αβαντα-φακ-αδόρικο ύφος σε πλήρη διάταξη, ο Eminem παραδίδει στο The Μarshall Mathers LP 2 λίγο-πολύ το καλύτερό του άλμπουμ μετά το The Eminem Show του 2002. Επαναφέρει δε στο προσκήνιο τόσο το παιχνιδιάρικο όσο και το αφηγηματικό κομμάτι που τον καθόρισαν στα πρώτα του βήματα, ενώ μειώνει αισθητά τη σοβαρότητα που απομύζησε τη γοητεία του σε κάθε του βήμα έκτοτε. Πετυχαίνει έτσι μια σπάνια ισορροπία μεταξύ αιχμηρού χαβαλέ, ακραίου storytelling, επιθετικού ραπαρίσματος και mainstream ποπ στιγμών –ενίοτε με τη χορηγία του Rick Rubin στην παραγωγή.
Κεντράροντας στην απόλυτη αυτοαναφορικότητα, ο Marshall Mathers φαντασιώνεται τον βίαιο θάνατό του από τον μικρό αδερφό του Stan στο εισαγωγικό "Bad Guy", αναλαμβάνει την ευθύνη της κατεύθυνσης που μπορεί να πάρει η ρίμα όταν πέφτει στα λάθος χέρια, ενώ σαν άλλος Τζεντάι εν τη γενέσει δέχεται οδηγίες από τον Yoda στο "Rhyme Or Reason" (παραλλάσσοντας τη γνωστή μελωδία των Zombies) και επαναφέρει τις πικρές μνήμες της εφηβείας του αναλογιζόμενος την αίσθηση υπεροχής που απέκτησε ραπάροντας τα απωθημένα του στο "Legacy". Παραδίδει επίσης το εδώ και χρόνια καλύτερο Beastie Boys τραγούδι στο θετικής ενέργειας "Berzerk", ενώ στο "Rap God" αφήνει πρόθυμα τον τίτλο του Βασιλιά της χιπ χοπ σκηνής, προτιμώντας τη θέση του Θεού αυτής. Ειδική μνεία στο 4:25 του τραγουδιού, όπου ο Shady πατάει γκάζια και το flow του πιάνει δυσθεώρητα ύψη ταχύτητας, αφήνοντας τον (όποιον) ανταγωνισμό να τρώει τη σκόνη του, ενόσω οι δείκτες της μεγαλομανίας χτυπάνε κόκκινο...
Δεν λείπουν ασφαλώς και κάποιες συνεργασίες-κράχτες, όπως εκείνη με τη Rihanna στο "The Monster" ή με τον Kendrick Lamar στο διασκεδαστικό "Love Game". Ακόμα κι αν ποντάρει στη δεδομένη δημοφιλία των δύο συναδέλφων, ο Eminem αναγνωρίζει έτσι –έστω πλαγίως και άτυπα– τον Lamar ως αντάξιο ομόσταβλό του. Ως προσωπικότητα δε εριστική, φανερά ψυχαγκαστική αλλά ταυτόχρονα ευρηματική, δεν διστάζει να παραδεχθεί ευθαρσώς την αδυναμία του να ωριμάσει ή να ξεπεράσει ορισμένα σύνδρομα τα οποία τον «ταλαιπωρούν» χρόνια τώρα. Κι αν στον southern ύμνο προς το Ντιτρόιτ του "So Far..." αναλογίζεται με χαλαρή διάθεση το αρνητικό κάρμα που έχει συσσωρεύσει πολεμώντας τους δαίμονές του, δεν διστάζει να βουτήξει εκ νέου σε αμφιλεγόμενες γκρίζες θεματολογικές θάλασσες, ρίχνοντας το φταίξιμο στα διάφορα alter ego τα οποία κατοικοεδρεύουν στο θυμικό του.
Σε εξαιρετική λοιπόν φόρμα, ο Marshall Mathers aka Eminem aka Slim Shady επιστρέφει με τόνους από ρίμες και με ακονισμένη την τέχνη της ροής του λόγου σε βαθμό παρεξηγήσεως. Και βγαίνει κερδισμένος στην τελική σούμα, παρά τις γνωστές εμμονικές του συμπεριφορές, παραδίδοντας ένα εξαιρετικά δεμένο σύνολο παρανοϊκών στιγμών.
{youtube}ab9176Srb5Y{/youtube}