Προφητική αποδείχτηκε η ονομασία του ντουέτο, αφού με τη συμπλήρωση δύο δίσκων οι John Paul White & Joy Williams αυτο-εκπλήρωσαν τον μεταξύ τους Εμφύλιο και αποτελούν πλέον σχήμα υπό προσωρινή(;) παύση. Σύμφωνα με δική τους ανακοίνωση από τον Νοέμβριο του '12, δημιουργήθηκε διχόνοια ως προς την ταυτότητα και τις φιλοδοξίες που θα έπρεπε να έχουν οι Civil Wars. Κομβικές διαφορές τερμάτισαν λοιπόν απότομα την τότε περιοδεία και τους κρατάνε σε απόσταση ακόμα και σήμερα.
Παρότι όμως ούτε καν μιλιούνται πλέον, οι Civil Wars κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν το παρόν άλμπουμ και μάλιστα κόσμησαν το εξώφυλλό του με την επιβλητική φωτογραφία ενός πυκνού μαύρου σύννεφου καπνού –αυτού που συνήθως έπεται των μεγάλων και εκρηκτικών συρράξεων. Ως απόηχος του χωρισμού τους, το ομότιτλο φετινό πόνημα αποτελεί άξιο διάδοχο του Barton Hollow (2011), το οποίο σάρωσε στα περσινά Grammy στις κατηγορίες Best Country Duo & Best Folk Album. Κάτι όμως σαν να μην κάθεται καλά...
Να φταίει το παρελθόν της Joy Williams στον ευρύτερο χώρο της contemporary Christian music; Ή μήπως το κάπως ξεπερασμένο προφίλ πικραμένου τροβαδούρου του John Paul White; Ο (απευκταίος) συνδυασμός των δύο κύριων αυτών χαρακτηριστικών γίνεται παραπάνω από εμφανής εδώ. Και σε συγκεκριμένα αμερικάνικα ακροατήρια είμαι σίγουρος πως θα έχει εξαιρετική πέραση –παρέα με γκρουπ τύπου Mumford & Sons και στάρλετ όπως η Taylor Swift (επιμένω βλέπεις Στυλιανέ!)– εκτός όμως αυτού του στενού ούτως ή άλλως πλαισίου κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λογιστεί ως τραγουδοποιία αξιώσεων.
Έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, η Williams ερμηνεύει με φωνή διαυγή και καθάρια και με ύφος ηλιοκαμένο και απολογητικό. Επιλέγει να τραγουδήσει για την πίστη, την προσευχή, τον θρήνο και λοιπές βαρβάτες έννοιες και το κάνει τέλεια από τεχνικής άποψης, μα και με όλον τον αποστειρωμένο επαγγελματισμό μιας ερμηνεύτριας αποξενωμένης από το περιεχόμενο των λόγων της. Ακόμα και ο εξομολογητικός της τόνος σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου, το "Devil's Backbone", όπου και ακούγονται λόγια όπως
«Oh Lord, Oh Lord, what have I done
I’ve fallen in love with a man on the run
Oh Lord, Oh Lord, I’m begging you please
Don’t take that sinner from me»
καταλήγει τελικά σε μια ελαφριά προσέγγιση, του είδους που θα έβρισκες σε συμμετέχοντα στον τελικό του American Idol...
Από τη δική του τώρα πλευρά, ο John Paul White κρατάει το ενδιαφέρον του ακροατή με το ηλεκτρακουστικό country παίξιμό του, το οποίο κινείται σε απλές μελωδικές γραμμές, παιγμένες με νεύρο αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από το απέριττο ύφος που τον χαρακτηρίζει. Τις λίγες πάντως φορές που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία στο μικρόφωνο, τα αποτελέσματα μοιάζουν πιο αυθεντικά και περισσότερο ειλικρινή –όπως λόγου χάρη στο "I Had Me A Girl". Προς το τέλος ωστόσο του δίσκου κατορθώνει να αφαιρέσει όλη τη γοητεία από το "Disarm" των Smashing Pumpkins, το οποίο και σφάζει με το βαμβάκι σε μια απέλπιδα και αποτυχημένη προσπάθεια να το αποδομήσει και να το κατακτήσει.
Απαθές λοιπόν και γλυκανάλατο το (μάλλον τελευταίο) άλμπουμ των Civil Wars. Παρά τις λίγες εκλάμψεις του, κρίνεται ως δουλειά η οποία ταυτίζει το μελιστάλαχτο και το χλιαρό με το ρομαντικό, αποσκοπώντας ίσως να συγκινήσει συγκεκριμένες μερίδες του αμερικανικού ακροατηρίου και να βρεθεί σε λίστες της χρονιάς και σε διάφορα βραβεία. Διάολε, όταν όλα συμβαίνουν τόσο αναίμακτα, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς τι σόι εμφύλιος είναι αυτός...
{youtube}b1Dgw6GHfrg{/youtube}