Μη με γελούν τα μάτια μου; 36% metascore; Είναι δυνατόν μουσική κάτω από τη σφραγίδα των θρυλικών Pixies να είναι τόσο χάλια, όσο μαρτυρά αυτό το ποσοστό; Και μάλιστα όταν αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία του σχήματος εδώ και... χιλιετίες; Σίγουρα κάτι τέτοιο θα μου έδινε πάτημα για βαθμολογία ακόμα πιο χαμηλή από όσο τελικά έβαλα, σε συνδυασμό με τη σπάνια ευκαιρία της καθόλου ευγενούς έκφρασης –από αυτά τα κείμενα που λατρεύω να συντάσσω όταν αναλαμβάνω την παρουσίαση δίσκων από υπερτιμημένες indie μπάντες του σωρού ή καλλιτεχνών τα μεγαλεία των οποίων έχουν περάσει προ πολλού (όσο τρυφερά αισθήματα κι αν τρέφω για αυτούς, κατά τα άλλα...).

Αλλά το EP1 των Pixies δεν αποτελεί το απαράδεκτο δισκογράφημα που θα περίμενε κανείς μετά από όλα τα παραπάνω: η πραγματικότητά του αποδεικνύεται λιγότερο οδυνηρή. Άλλωστε υπαίτιος της παραπάνω ποσοστιαίας κατρακύλας είναι περισσότερο το Pitchfork των άκρων, παρά το σύνολο των δισκοκριτικών που απαρτίσανε το σκορ. Το EP1 δεν είναι σε καμία περίπτωση χάλια –είναι απλά ένα μέτριο πακετάκι τεσσάρων τραγουδιών, στα οποία επ' ουδενί δεν αξίζει το χαντάκωμα. Άλλωστε πρόκειται απλά για την πρώτη παρτίδα από πολλές προγραμματισμένες ανάλογες κυκλοφορίες που έπονται (το επόμενο κατά Νοέμβριο πλευρά).

Σίγουρα δεν βοηθάει βέβαια που δεν (θα) συμμετέχει σε αυτές η Kim Deal, η οποία αποχώρησε το καλοκαίρι από τους Pixies, αφήνοντας ορφανά το μπάσο και τα γυναικεία φωνητικά που πλαισίωναν εκείνα του Black Francis. Και το αν η Kim Shattuck των Muffs θα φανεί ικανή να γεμίσει το τεράστιο κενό της Kim Deal μένει να φανεί, αφού Kim από Kim διαφέρει... Όσον αφορά τώρα στην απόδοση των παικτών που παραμένουν στο παρκέ, είναι η τυπική του παλαίμαχου. Η όλη αισθητική του EP1 δύσκολα φέρνει κατά νου τους Pixies του παρελθόντος, τη μπάντα που επηρέασε όσο λίγες το alternative rock. Αλλά θα ήταν μάλλον παράλογο να περιμένει κανείς κάτι παραπάνω μετά από τόσα χρόνια σκουριάς, όσο κι αν το single "Bagboy" άφησε αρκετές υποσχέσεις μόλις πρόσφατα.

Είναι έτσι το "Indie Cindy" που κρατάει εδώ τον ρόλο του συνδετικού κρίκου με το λαμπρό παρελθόν, χωρίς όμως ποτέ να φλερτάρει ανοιχτά με τέτοια ύψη. Ακολουθεί πάντως πιστά τη soft/loud συνταγή της επιτυχίας και τα σήμα-κατατεθέν-spoken-word του Black, ο οποίος ξεδίνει με στιχουργικά μαργαριτάρια όπως το αμίμητο «you put the cock in cocktail, man», όσο ο Joey Santiago επιχειρεί ένα άκρως επιθετικό κιθαριστικό ξέσπασμα γύρω στα μισά του τραγουδιού, τοποθετώντας το σε θέση αδιαμφισβήτητου highlight. Αλλά τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι το ίδιο ενδιαφέροντα και δύσκολα κάνουν την παρουσία τους αισθητή. Ειδικά το εναρκτήριο "Andro Queen" δεν φέρει κανένα από τα διαφοροποιητικά στοιχεία του συγκροτήματος, ενώ η οκνηρή του φύση το κατατάσσει ευθέως σε στάτους b-side. Όσον αφορά τέλος στα ροκίζοντα "Another Toe" και "What Goes Boom", κινούνται μεν σε αξιοπρεπή επίπεδα, χωρίς δε να προσφέρουν τις απαραίτητες συγκινήσεις που συνδέει κανείς με το όνομα Pixies.

Οπότε, κρατώντας αποστάσεις τόσο από τους πληγωμένους οπαδούς, όσο και από τους ρετρολάγνους που μόνο στο όνομα μιας μπάντας εκθειάζουν το κάθε της εγχείρημα, φθάνουμε σε ένα ολοστρόγγυλο πενταράκι. Ενδεικτικό μιας αξιοπρεπώς μέτριας δουλειάς, δίχως ιδιαίτερες αξιώσεις. Αλλά ως εκεί κύριοι με τα δίκρανα...

 

{youtube}PDa3cY7U6NA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured